Λέξη: άρθρωση
Σχετικές λέξεις: άρθρωση
άρθρωση του σ, άρθρωση οστών, άρθρωση charcot, άρθρωση γόνατος, άρθρωση λέξεων, άρθρωση του ρ, άρθρωση ώμου, άρθρωση του ισχίου, άρθρωση αγκώνα, άρθρωση λόγου
Συνώνυμα: άρθρωση
αρμός, κλείδωση, τεμάχιο κρέατος, μέγα τεμάχιο κρέατος, καταγώνιο, έκφραση
Μεταφράσεις: άρθρωση
άρθρωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
joint, hinge, articulation, knuckle, the joint
άρθρωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
junta, coyuntura, artículo, unión, juntura, mutuo, articulación, común, empalme, conjunto, articular
άρθρωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lötnaht, keule, kneipe, braten, laden, lötung, gemeinsam, verbindungsstelle, bude, fuge, gelenk, joint, verbindung, trennfuge, Joint, Gelenk, Fuge, gemeinsame, gemeinsamen
άρθρωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rôti, contact, communication, combinaison, gigot, réunion, friture, jointure, cabaret, conjoint, bistro, liaison, couplage, violon, collectif, raccord, joint, commun, mixte, articulation
άρθρωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
articolazione, giuntura, spinello, comune, giunto, congiunta, joint, congiunto
άρθρωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
articulação, comum, junção, ligar, conjunto, junta
άρθρωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
algemeen, gelid, geleding, knoop, lid, gewricht, gemeenschappelijk, gezamenlijk, voeg, gezamenlijke, gemeenschappelijke
άρθρωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
место, сплоченный, объединенный, соединение, слитный, притон, кабачок, наращивание, смычка, спайка, суставной, совокупный, совместный, шарнир, помещение, сочленение, совместная, совместной, совместные, совместном
άρθρωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ledd, fuge, felles, joint
άρθρωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skarv, led, gemensam, gemensamma, gemensamt, joint, leden
άρθρωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jatkos, nivel, yhteinen, sauma, kuppila, liittymä, liitos, yhteisen, yhteisiä, yhteisten, yhteistä
άρθρωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fælles, led, Blandede, joint, fællesforetagendet, faelles
άρθρωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spojení, hospoda, kolektivní, spára, basa, spoj, společný, šev, kloub, spojený, výčep, skloubení, společná, kloubu
άρθρωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
połączenie, złączka, wspólny, staw, pieczyste, knajpa, spojenie, trójnik, areszt, współwłasność, złącze, kolegialny, stawowy, cios, łączny, styk, przegub
άρθρωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
társas, ujjperc, illesztett, becsapolás, helyiség, kapcsolódás, internódium, ácsolatkötés, eresztés, kapcsolás, kapcsolódó, közös, együttes, a közös, ízületi, vegyes
άρθρωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eklem, ortak, müşterek, ortak bir, derz
άρθρωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
з'єднується, спільна, спільне, сумісна, спільну, співпраця
άρθρωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përbashkët, përbashkët, të përbashkët, e përbashkët, përbashkët të
άρθρωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съвместен, съвместно, съвместна, съвместното, съвместни
άρθρωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сумесная, супольная, сумеснае
άρθρωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liigend, ühine, ühise, ühiste, ühist, ühiseid
άρθρωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utor, zajednički, čvorište, spojiti, joint, zajednička, zajedničko, zajedničkog
άρθρωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samvirkur, sameiginlega, sameiginlegt, sameiginleg, sameiginlegri, sameiginlegum
άρθρωση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
communis
άρθρωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sąnarys, bendras, bendra, bendrą, bendros, sąnarių
άρθρωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
locītava, kopīgs, kopīga, kopīgu, locītavu
άρθρωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заедничка, заеднички, заедничко, заедничките, заедничката
άρθρωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
articulaţie, comun, mixt, comună, comune, în comun
άρθρωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sklep, skupno, skupni, skupna, joint, skupnega
άρθρωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spojený, výčap, kĺb, kĺbu, spoj, koreň
Στατιστικά δημοτικότητας: άρθρωση
Τυχαίες λέξεις