Affinity στα ελληνικά
Μετάφραση: affinity, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνάφεια, έλξη, αγχιστεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affined στα ελληνικά - συγγενής, Affined
- affinities στα ελληνικά - συγγένειες, συνάφειες, συγγένεια, συνάφεια, χημικές συγγένειες
- affirm στα ελληνικά - βεβαιώνω, επικυρώνω, διαβεβαιώνω
- affirmation στα ελληνικά - διαβεβαίωση
Τυχαίες λέξεις
Affinity στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνάφεια, έλξη, αγχιστεία
Μεταφράσεις: συνάφεια, έλξη, αγχιστεία