Λέξη: κολύμπι

Σχετικές λέξεις: κολύμπι

κολύμπι θερμιδες, κολύμπι και αδυνάτισμα, κολύμπι ονειροκρίτης, κολύμπι με βατραχοπέδιλα ή χωρίς, κολύμπι με βατραχοπέδιλα, κολύμπι με δελφίνια, κολύμπι και εγκυμοσύνη, κολύμπι μετά το φαγητό, κολύμπι σε πισίνα, κολύμπι και υγεία

Συνώνυμα: κολύμπι

μπάνιο, κολύμβημα

Μεταφράσεις: κολύμπι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
swimming, swim, a swim
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
natación, piscina, nadar, la natación, de natación
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
baden, Schwimmen, Schwimm, Swimming, Schwimmbad, Baden
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
natation, nage, baignade, nageant, nageur, piscine, la natation, nager
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nuoto, piscina, nuotare, il nuoto, di nuoto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
natação, nadar, piscina, de natação, a natação
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwemmen, zwembad, het zwemmen, swimming, te zwemmen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
головокружение, залитый, плавание, плавающий, плавательный, бассейн, плавания, купание
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svømming, bading, svømme, swimming, bade
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
simning, Swimmingpool, bad, simma, swimming
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uinti, uima, uiminen, uima-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svømmetur, svømning, Swimmingpool, swimming, svømme, badning
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plavání, Koupání, bazén, plavecký, čistý
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pływanie, wpław, kąpanie, basen, pływactwo, pływacki, pływania, swimming
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
úszás, fürdés, Swimming, uszoda, úszómedence
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüzme, bir yüzme, Süitler Yüzme
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плавання, запаморочення, головокружіння
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
not, noti, notit, pishinë, notim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плуване, плувен, басейн, плувния
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плаванне, плаваньне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ujumine, ujumise, ujumiseks, swimming, ujumist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plivanje, plivajući, kupanje, plivanja, kupanja, plivanju
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sund, synda, sundlaug, sundi, Swimming
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plaukimas, plaukiojimas, plaukimo, swimming, baseinas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
peldēšana, swimming, peldēšanas, peldbaseins, peldvieta
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пливање, пливањето, базен, пливачки, пливаат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înot, aer, în aer, la înot, de înot
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kopanje, plavanje, plavalni, bazen, plavanja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plávanie, plávania, plávaní

Στατιστικά δημοτικότητας: κολύμπι

Τυχαίες λέξεις