Λέξη: αποδοχές
Σχετικές λέξεις: αποδοχές
αποδοχές φορολογούμενες με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς, αποδοχές απαλλασσόμενες στο σύνολό τους, αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων, αποδοχές γενικού γραμματέα υπουργείου, αποδοχές δικαστών, αποδοχές ικα, αποδοχές συνταξιούχων δημοσίου, αποδοχές μερικής απασχόλησης, αποδοχές αδείας, αποδοχές ευρωβουλευτών
Συνώνυμα: αποδοχές
κέρδη, μισθός
Μεταφράσεις: αποδοχές
αποδοχές στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
earnings, remuneration, the remuneration, pay, salary
αποδοχές στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salario, ganancias, ingresos, los ingresos, las ganancias, utilidades
αποδοχές στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einkünfte, einkommen, verdienst, lohn, gewinn, gehalt, belohnung, besoldung, Ertrag, Einnahmen, Einkünfte, Einkommen, Verdienst
αποδοχές στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gain, mérite, profit, traitement, paye, salaire, bénéfice, rémunération, appointements, pécule, bénéfices, gains, revenus
αποδοχές στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
salario, stipendio, paga, guadagni, guadagno, reddito, proventi, degli utili
αποδοχές στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salário, lucros, lucro, ordenado, pagamento, vantagem, proveito, ganhos, rendimentos
αποδοχές στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdienste, gewin, belang, voordeel, traktement, salaris, loon, bezoldiging, baat, gage, wedde, verdiensten, inkomsten, winst, de winst
αποδοχές στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прибыль, вознаграждение, поступление, доход, заработок, доходы, прибыли
αποδοχές στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lønning, gasje, lønn, inntjening, inntjeningen, resultat, inntekter, fortjeneste
αποδοχές στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vinstmedel, resultat, resultatet, vinst
αποδοχές στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
netto, raha, tulo, voitto, palkka, tienesti, etu, ansio, hyöty, ansiot, tulot, tulos, tulokseen, tuloksen
αποδοχές στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
løn, indtjening, indtjeningen, resultat, indtægter, overskud
αποδοχές στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příjem, odměna, mzda, výdělek, zisk, příjmy, výnosy, zisky
αποδοχές στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zarobek, płaca, zarobki, zyski, zysk, dochody
αποδοχές στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kereset, jövedelem, jövedelmek, nyereség, eredmény
αποδοχές στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aylık, ücret, maaş, kazanç, kâr, kazançlar, kazançları, gelir, kazancı
αποδοχές στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надходження, доход, заробітки, заробіток, прибуток, прибутку
αποδοχές στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fitim, ardhurat, të ardhurat, fitimet, ardhurat e
αποδοχές στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
печалба, заработен, приходите, приходи, доходи, печалби
αποδοχές στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыбытак
αποδοχές στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sissetulek, teenistus, tulu, töötasu, kasum, kasumi, töötasude
αποδοχές στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobit, plaća, zarada, zarade, zaradu, plaće
αποδοχές στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagnaður, tekjur, hagnaður á, Hagnaðarhlutur, eftir skatta
αποδοχές στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užmokestis, atlyginimas, pelnas, alga, uždarbis, pajamos, darbo užmokestis
αποδοχές στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
alga, peļņa, atalgojums, ieņēmumi, ienākumi, izpeļņa, peļņas
αποδοχές στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заработка, приходи, заработувачка, приходите, добивка
αποδοχές στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
salariu, beneficiu, câștig, câștigurile, venituri, câștiguri, veniturile
αποδοχές στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaslužek, dobiček, plače, čisti dobiček, plača
αποδοχές στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dôchodok, zárobok, príjmy, zárobky, zárobku
Στατιστικά δημοτικότητας: αποδοχές
Τυχαίες λέξεις