Affluent στα ελληνικά
Μετάφραση: affluent, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύπορος, παραπόταμος, εύπορες, εύποροι, εύπορους, εύπορη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afflicts στα ελληνικά - πλήττει
- affluence στα ελληνικά - αφθονία
Τυχαίες λέξεις
Affluent στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύπορος, παραπόταμος, εύπορες, εύποροι, εύπορους, εύπορη
Μεταφράσεις: εύπορος, παραπόταμος, εύπορες, εύποροι, εύπορους, εύπορη