Λέξη: αποκλειστικότητα

Σχετικές λέξεις: αποκλειστικότητα

αποκλειστικότητα στα αγγλικά, αποκλειστικότητα συνώνυμο, αποκλειστικότητα στη σχέση, κατ αποκλειστικότητα

Συνώνυμα: αποκλειστικότητα

αποκλειστικότης

Μεταφράσεις: αποκλειστικότητα

αποκλειστικότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exclusive, exclusiveness, exclusivity, exclusively, reserved

αποκλειστικότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exclusivo, único, exclusividad, unido a originalidad, unido, unido a, la exclusividad

αποκλειστικότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausschließlich, Ausschließlichkeit, Exklusivität

αποκλειστικότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exclusif, sélect, exclusivité, exclusivisme, l'exclusivité, l'exclusivisme, d'exclusivité

αποκλειστικότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esclusivo, esclusività, l'esclusività, dell'esclusività, esclusivismo, di esclusività

αποκλειστικότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excluir, exclua, exclusivo, exclusividade, exclusivismo, a exclusividade, de exclusividade

αποκλειστικότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
exclusief, uitsluitend, exclusiviteit, de exclusiviteit, exclusiveness, alleenverkooprecht, exclusivisme

αποκλειστικότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
единственный, неподражаемый, первоклассный, исключительный, монопольный, недоступный, редкостный, исключающий, замкнутый, исключительность, эксклюзивность, исключительности, замкнутость

αποκλειστικότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksklusiv, eksklusivitet, exclusive, exclusiveness, eksklusiviteten

αποκλειστικότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
exklusiv, exklusivitet, en exklusivitet, exklusiviteten, exclusiveness, exklusivitet som

αποκλειστικότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hieno, jakamaton, ainutlaatuisuutensa, ainutlaatuisuus, yksinoikeus, ylellisyys, exclusiveness

αποκλειστικότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksklusivitet, eksklusive karakter, unikhed, eneretten, indelukkethed

αποκλειστικότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výhradní, výlučný, výlučnost, exkluzivita, exkluzivitu, výlučné využití, výlučné

αποκλειστικότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ekskluzywny, pierwszorzędny, wyłączny, ekskluzywność, wyłączność, wyłączności, ekskluzywności

αποκλειστικότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kizárólagosság, kizárólagosságát, exkluzivitás, kizárólagossága, exkluzivitását

αποκλειστικότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
seçkinlik, özel olma, ayrıcalıklı olma, tek olma

αποκλειστικότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виключний, крім, недоступний, винятковий, єдиний, винятковість, виключність

αποκλειστικότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veçori, të përjashtimësisë, përjashtimësisë, mbyllje në, mbyllje në rreth

αποκλειστικότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изключителност, изключителността, ексклузивност, изключителните права, недостъпност

αποκλειστικότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выключнасць, вынятковасць, выключнасьць

αποκλειστικότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kinnine, eksklusiivne, erandlikkus, eksklusiivsus, ainuõiguslikkus, eksklusiivsust, kõik eripära

αποκλειστικότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ekskluzivan, isključiva, isključiv, izuzetnim, isključivost, ekskluzivnost, isključivosti, je isključivost, jednostranosti

αποκλειστικότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eintómur, exclusiveness

αποκλειστικότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išskirtinumas, išskirtinumo, Išskirtinumą, uždarumas

αποκλειστικότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekskluzivitāte, ekskluzīvus, ārkārtīgums

αποκλειστικότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исклучивост, ексклузивност, ексклузивноста, ексклузивитет

αποκλειστικότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exclusivitate, exclusivitatea, exclusivismului, exclusivism, exclusivismul

αποκλειστικότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ekskluzivnost, Isključivost

αποκλειστικότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výhradní, výlučný, výlučnosť, exkluzivitu, výhradnosť, exkluzivita, výlučnosti
Τυχαίες λέξεις