Λέξη: αποκλεισμός
Σχετικές λέξεις: αποκλεισμός
αποκλεισμός αριστερού σκέλους, αποκλεισμός στα αγγλικά, αποκλεισμός αναδυόμενων παραθύρων, αποκλεισμός ιστοσελίδας, αποκλεισμός συνώνυμα, αποκλεισμός συνώνυμο, αποκλεισμός εταίρου επε, αποκλεισμός αναδυόμενων παραθύρων firefox, αποκλεισμός διαφημίσεων, αποκλεισμός ιστοσελίδων, κοινωνικός αποκλεισμός
Συνώνυμα: αποκλεισμός
παρεμπόδιση, έμφραξη, απόκλειση
Μεταφράσεις: αποκλεισμός
αποκλεισμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exclusion, ban, blockade, blockage, exclusion of, block
αποκλεισμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vedar, prohibir, prohibición, excomulgar, exclusión, la exclusión, de exclusión, exclusión de
αποκλεισμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbot, fluch, bann, ausschluss, der, verbieten, Ausschluss, Ausgrenzung, Ausschluß
αποκλεισμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
interdit, maudire, interdire, exclusion, défendre, interdiction, exil, prohiber, bannissement, ban, défense, anathème, prohibition, damner, l'exclusion, d'exclusion, exclure
αποκλεισμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divieto, bando, proibizione, vietare, proibire, interdizione, maledizione, esclusione, l'esclusione, dell'esclusione, di esclusione, emarginazione
αποκλεισμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
proibições, exclusão, a exclusão, de exclusão, da exclusão, à exclusão
αποκλεισμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbieden, verbod, uitsluiting, uitzondering, uitgesloten, uitsluiting te, uitsluiten
αποκλεισμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
анафема, проклятие, воспрещение, запрет, исключение, вытеснение, запрещать, запретить, воспретить, отсеивание, бон, исключения, исключая, изоляция, отчуждение
αποκλεισμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forby, forbud, utelukkelse, eksklusjon, ekskludering, utestenging, uttrekk
αποκλεισμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förbud, förbjuda, uteslutning, utslagning, utestängning, utanförskap, undantag
αποκλεισμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kielto, kieltäminen, saarto, kirkonkirous, sensuroida, poisjättö, kieltää, syrjäytyminen, syrjäytymisen, syrjäytymistä, syrjäytymiseen, ulkopuolelle
αποκλεισμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbud, udelukkelse, udstødelse, udelukkelsen, undtagelse
αποκλεισμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
proklít, proklínat, zákaz, klatba, vypovězení, zakázat, vyloučení, vyhoštění, zakazovat, vynětí, vyloučením, výjimka, exkluze
αποκλεισμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykluczenie, obwódka, banicja, zabronić, wyklinać, zakaz, interdykt, wyłączenie, zabraniać, pominięcie, wykluczanie, bluźnić, przeklinać, klątwa, zablokować, wydalenie, wykluczenia, wyłączenia
αποκλεισμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtiltás, kirekesztés, kizárás, kizárási, kirekesztettség, kizárását
αποκλεισμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yasaklamak, yasak, hariç tutma, dışlama, dışlanma, dışlanması, hariç
αποκλεισμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прокляття, виключення, виняток, вилучання, проклін, клятьба, заборонити, заборона, вилучення, винятком
αποκλεισμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përjashtim, përjashtimi, përjashtimit, përjashtimin, përjashtimi i
αποκλεισμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
запрещение, забрана, изключване, изолация, изключването, изключение
αποκλεισμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абараняць, выключэнне, выключэньне
αποκλεισμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keelustama, keeld, väljajätt, kõrvalejäetus, välistamine, väljaarvamine, väljajätmine, tõrjutuse, tõrjutus
αποκλεισμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bana, isključenje, izuzetak, zabranu, izuzimanje, zabraniti, isključenost, isključivanje, isključenosti, isključenja
αποκλεισμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bann, útilokun, útskúfun, útiloka, útilokun á, einangrun
αποκλεισμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pašalinimas, išskyrimas, atskirtis, išimtis, atskirties
αποκλεισμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizliegums, izslēgšana, atstumtība, izslēgšanu, atstumtību, atstumtības
αποκλεισμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исклучување, исклученост, исклучувањето, исклученоста, изземање
αποκλεισμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
interzicere, excludere, excluziunii, excluderea, excluderii, excluziune
αποκλεισμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nakazovat, nakaz, nakazat, izključitev, izključenosti, izključenost, izključevanje, izločitev
αποκλεισμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zákaz, vylúčenie, vylúčenia, vylúčeniu, vylúčení, vylúčiť
Στατιστικά δημοτικότητας: αποκλεισμός
Τυχαίες λέξεις