Anchorite στα ελληνικά
Μετάφραση: anchorite, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασκητής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anchoret στα ελληνικά - αναχωρήτης, ασκητής
- anchoring στα ελληνικά - αγκύρωσης, αγκύρωση, αγκυροβόληση, αγκυρώσεως, αγκίστρωσης
- anchormen στα ελληνικά - anchor-
Τυχαίες λέξεις
Anchorite στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασκητής
Μεταφράσεις: ασκητής