Λέξη: δεόντως

Σχετικές λέξεις: δεόντως

δεόντως τι σημαινει, δεόντως συνώνυμο, τιμώ δεόντως, δεόντως λεξικο, δεόντως ορισμός, δεόντως συνωνυμα

Συνώνυμα: δεόντως

καταλλήλως

Μεταφράσεις: δεόντως

δεόντως στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
duly, properly, due, a duly, adequately

δεόντως στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
debidamente, debida

δεόντως στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
richtig, ordnungsmäßig, ordnungsgemäß, gebührend, hinreichend, ordnungsgemäß ausge, angemessen

δεόντως στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
justement, convenablement, dûment, régulièrement

δεόντως στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
debitamente, regolarmente, opportunamente, adeguatamente

δεόντως στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
devidamente, devida, regularmente

δεόντως στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behoorlijk, naar behoren, behoren, redenen, terdege

δεόντως στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вовремя, правильно, вполне, своевременно, должным образом, надлежащим образом, образом, порядке, установленном порядке

δεόντως στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
behørig, gitt behørig, er behørig, er gitt behørig, tilbørlig

δεόντως στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vederbörligen, vederbörlig ordning, i vederbörlig ordning, vederbörligt, korrekt

δεόντως στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asianmukaisesti, on asianmukaisesti, asianmukaisella, asianmukainen, asianmukaisella tavalla

δεόντως στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
behørigt, er behørigt, behoerigt, behørig, korrekt

δεόντως στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náležitě, správně, řádně, řádnę, řádné

δεόντως στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
należycie, słusznie, odpowiednio, właściwie, naleŜycie, prawidłowo

δεόντως στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfelelően, kellően, megfelelő, kellő, szabályszerűen

δεόντως στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zamanında, usulüne uygun, usulüne, usulüne uygun olarak, usulünce

δεόντως στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
належно, цілком, вчасно, належним чином

δεόντως στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sipas rregullit, siç duhet, si duhet, mënyrë të rregullt, në mënyrë të rregullt

δεόντως στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надлежно, съответно, надлежно да, своевременно

δεόντως στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
належным, належнай

δεόντως στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korrakohaselt, õigeaegselt, nõuetekohaselt, on nõuetekohaselt, asjakohaselt, nõuetekohase

δεόντως στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pravilno, valjano, dobro, propisno, uredno, je uredno

δεόντως στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullt, hafa fullt, tilhlýðilega, réttilega, þess hafa fullt

δεόντως στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tinkamai, deramai

δεόντως στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pienācīgi, attiecīgi, atbilstoši, atbilstīgi, ir pienācīgi

δεόντως στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прописно, уредно, соодветно, навремено, правилно

δεόντως στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
în mod corespunzător, mod corespunzător, corespunzător, mod adecvat

δεόντως στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ustrezno, pravilno, primerno, to pravilno

δεόντως στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náležite, riadne, primerane, správne, vhodne
Τυχαίες λέξεις