Assailant στα ελληνικά

Μετάφραση: assailant, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτιθέμενος
Assailant στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assailable στα ελληνικά - ευπρόσβλητος, απρόσβλητη
  • assailants στα ελληνικά - δράστες, επιτιθέμενοι, επιτιθεμένους, επιτιθέμενους
  • assailed στα ελληνικά - επιτέθηκε, αγνοηθούν, επιτέθηκαν, επιτεθεί, καταφέρονταν εναντίον
Τυχαίες λέξεις
Assailant στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτιθέμενος