Λέξη: χιμώ

Μεταφράσεις: χιμώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pour, chimo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derramar, echar, verter, Chimo, chimó, de Chimo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausgießen, ausschütten, chimo, von Chimo, im Chimo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
french, versons, verser, ruisseler, versent, versez, couler, chimo, de Chimo
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riversare, diluviare, versare, Chimo, di Chimo, a Chimo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
derrame, libra, chimo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gieten, stortregenen, sauzen, Chimo, het Chimo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ссыпать, сыпать, поливать, разливаться, сыпаться, переливать, обдаться, сливать, подсыпать, литься, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
helle, Chimo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hälla, Chimo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ryöpytä, vuotaa, kaataa, Chimo
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
øse, strø, Chimo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nasypat, téci, vlévat, lít, Chimo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lać, nalewać, nalać, wylewać, nasypać, Chimo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
Chimo
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dökmek, Chimo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
загороди, Chimo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
derdh, CHIMO
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Chimo
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Chimo
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
voolama, valama, vihmavaling, Chimo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preliti, usuti, lijevati, liti, točiti, uliti, chimo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
chimo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
CHIMO
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
CHIMO
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
chimo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
turna, Chimo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nalít, lít, CHIMO
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Chimo, Chime
Τυχαίες λέξεις