Authenticate στα ελληνικά
Μετάφραση: authenticate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικυρώνω, πιστοποιώ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- authentic στα ελληνικά - γνήσιος, αυθεντικός
- authentically στα ελληνικά - αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, με αυθεντικό, αυθεντικό τρόπο
Τυχαίες λέξεις
Authenticate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικυρώνω, πιστοποιώ
Μεταφράσεις: επικυρώνω, πιστοποιώ