Λέξη: αγοράζω

Σχετικές λέξεις: αγοράζω

αγοράζω ελληνικά, αγοράζω χρυσό, αγοράζω παλιά έπιπλα, αγοράζω παλιά, αγοράζω πωλουνται γιδια, αγοράζω μεταχειρισμένα έπιπλα, αγοράζω μεταχειρισμένα κινητά, αγοράζω έπιπλα, αγοράζω πωλουνται αλογα, αγοράζω βιβλία

Συνώνυμα: αγοράζω

ψωνίζω

Μεταφράσεις: αγοράζω

αγοράζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
buy, purchase, I buy, buy a, do I buy

αγοράζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comprar, compra, adquirir, adquisición, comprar tal, compras

αγοράζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gekaufte, bestechen, einkauf, gekauftes, ankauf, anschaffung, erwerb, kauf, preis, kaufen, Kauf, zu kaufen, kaufen Sie, angeboten gekauft

αγοράζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acheter, racheter, achat, achetez, acquisition, corrompre, suborner, acquérir, emplette, achètent, acheter des, vente

αγοράζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
comprare, acquistare, acquisto, compra, acquista

αγοράζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquisição, comprar, fantoche, compra, entrega, compre, compram

αγοράζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanschaf, aanschaffen, overname, inkoop, afnemen, aankoop, gekochte, overnemen, koop, inkopen, aankopen, kopen, te kopen, bestellen, bestel

αγοράζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прикупать, накупать, купля, стоимость, покупать, откупать, приобретение, купить, закупка, приобрести, накупить, покупка, дешёвка, ценность, закупать, приобретать, покупки

αγοράζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innkjøp, kjøp, kjøpe, kjøper, å kjøpe

αγοράζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppköpa, handla, inköp, uppköp, köp, köpa, köper, för köp, att köpa

αγοράζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lunastaa, hankkia, osto, ostos, lahjoa, ostaa, osta, tai osta, ostamaan

αγοράζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indkøb, købe, køb, køber, at købe, indkøbe

αγοράζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pořízení, kupovat, koupit, získání, vykoupit, nakupovat, kupování, nabytí, koupě, kup, nákup, nakoupit, zakoupit

αγοράζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nasprowadzać, nabywać, sprawunek, okupić, zakupić, kupowanie, nabycie, kupować, talia, nabyć, okupywać, wykupić, abonament, skupować, kupić, nabytek

αγοράζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megvesz, vesz, vásárolni, vásároljon, vásárol

αγοράζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alım, satın almak, satın, almak, satın al, satınalmak

αγοράζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
купувати, купити, купіться, продажний, придбати, купить

αγοράζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
blej, blerë, të blerë, blejnë, blini

αγοράζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
покупка, купувам, купите, купуват, купя, закупите

αγοράζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
купiць, купіць, набыць

αγοράζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ostma, tali, ost, osta, ostavad, ostu-, ostmiseks

αγοράζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kupiti, nabavljati, kupujete, kupnju, kupovati, kupnja, utržak, kupovina, kupite, kupi, kupuju

αγοράζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innkaup, kaup, kaupa, að kaupa, keypt, kaupir

αγοράζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
redimo, reparo

αγοράζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pirkti, pirkinys, nupirkti, įsigyti, nusipirkti, perka

αγοράζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pirkt, pirkums, pirkšana, nopirkt, iegādāties, pērkat, pērk

αγοράζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
купи, купат, се купи, купуваат, купите

αγοράζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cumpăra, cumpere, cumpara, a cumpăra, cumpăr

αγοράζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nákup, kupovat, kupiti, nakup, kupi, kupite, kupujejo

αγοράζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nákup, kúpiť

Στατιστικά δημοτικότητας: αγοράζω

Τυχαίες λέξεις