Bewail στα ελληνικά

Μετάφραση: bewail, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιρολογώ
Bewail στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bewailing στα ελληνικά - θρωνώντας, ολοφυρόμενες, θρηνούσε, θρωνώντας το
Τυχαίες λέξεις
Bewail στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιρολογώ