Δοσολογία στα αγγλικά
Μετάφραση: δοσολογία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dose, dosage, dosing, dosage of, strength
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: δοσολογία
dosage
- δοσολογία
- δόση
- ποσολογία
Σχετικές λέξεις: δοσολογία
δοσολογία soldesanil, δοσολογία aerius, δοσολογία augmentin, δοσολογία αρωμάτων atmos lab, δοσολογία sinecod, δοσολογία λεξικό γλώσσας αγγλικά, δοσολογία στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- δορυφόρος στα αγγλικά - satellite, satellite is, satellite has, the satellite, a satellite
- δοσοληψία στα αγγλικά - traffic, transaction, transaction is, dealings, Xact
- δουκάτο στα αγγλικά - duchy, dukedom, the Duchy, ducat, duchy of
- δουλεία στα αγγλικά - slavery, bondage, work, servitude, of slavery
Τυχαίες λέξεις
Δοσολογία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: dose, dosage, dosing, dosage of, strength
Μεταφράσεις: dose, dosage, dosing, dosage of, strength