Bring στα ελληνικά

Μετάφραση: bring, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φέρνω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
Bring στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brindled στα ελληνικά - παρδαλός
  • bringing στα ελληνικά - φέρνοντας, άσκηση, φέρει, ασκήσεως, την άσκηση
  • brining στα ελληνικά - αλμυρίσματος, αλατίσματος σε άλμη, αλάτιση, αλατίσματος
Τυχαίες λέξεις
Bring στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φέρνω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν