Λέξη: σαφήνεια

Σχετικές λέξεις: σαφήνεια

σαφήνεια αντωνυμο, σαφήνεια συνωνυμα, σαφήνεια αντίθετο, σαφήνεια ετυμολογια, γλωσσική σαφήνεια, ασφάλεια στα αγγλικά

Συνώνυμα: σαφήνεια

διαύγεια, καθαρότητα, καθαρότης, ολισθηρώτης, ολισθηρώτητα, απλότητα, ασχημία, απλότης, οξύτητα, αιχμηρότητα, οξύτης, δριμύτης, δριμύτητα, συντομία, ορισμός, ευκρίνεια, περιεκτικότητα, περιεκτικότης, έναρθρο

Μεταφράσεις: σαφήνεια

σαφήνεια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clarity, clearly, clear

σαφήνεια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
claridad, lucidez, la claridad, mayor claridad, claridad de, una claridad

σαφήνεια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übersichtlichkeit, klarheit, deutlichkeit, Klarheit, Übersichtlichkeit, Deutlichkeit, klar

σαφήνεια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clarté, netteté, pureté, compréhensibilité, limpidité, clair, la clarté, de clarté, une clarté, claire

σαφήνεια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
limpidezza, chiarezza, la chiarezza, nitidezza, di chiarezza

σαφήνεια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
clareza, claridade, a clareza, nitidez, maior clareza

σαφήνεια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
helderheid, klaarheid, duidelijkheid, de duidelijkheid, duidelijk

σαφήνεια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доходчивость, звучность, ясность, чистота, прозрачность, просветление, ясности, четкость, четкости

σαφήνεια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klarhet, klarheten, klar, tydelighet, skarphet

σαφήνεια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klarhet, tydlighet, tydligheten, tydligare, tydlighets

σαφήνεια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
selvyys, selkeys, selkeyden, selkeyttä, selvyyden, selvyyttä

σαφήνεια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klarhed, klarheden, klar, klart, klare

σαφήνεια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
srozumitelnost, jasno, jasnost, čirost, jas, průzračnost, jasnosti, přehlednost, čistota

σαφήνεια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jasność, czystość, przejrzystość, zrozumiałość, klarowność, wyrazistość, jasności

σαφήνεια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
világosság, tisztaság, egyértelműség, érthetőség, egyértelműség érdekében

σαφήνεια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açıklık, berraklık, netlik, netliği, berraklığı

σαφήνεια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визначеність, чистота, прозорість, ясність, зрозумілість

σαφήνεια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qartësi, qartësia, qartësisë, qartësinë, qartësi të

σαφήνεια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чистота, яснота, яснотата, голяма яснота, ясно

σαφήνεια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
яснасць, выразнасць, яснасьць, зразумеласць

σαφήνεια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
selgus, selguse, selgust, selguse huvides, selge

σαφήνεια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jasnoća, bistrina, čistoće, čistoća, prozračnost, jasnoću, jasnoće, bistrinu

σαφήνεια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skýrleika, skýr, skýrleiki, skýra, tærleiki

σαφήνεια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aiškumas, aiškumo, aiškumą, aiškiau, skaidrumas

σαφήνεια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skaidrība, skaidrību, skaidrības, dzidrums

σαφήνεια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јасност, јасноста, јаснотија, јасни, јасно

σαφήνεια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
claritate, claritatea, clarității, o claritate

σαφήνεια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čilost, jasnost, jasnosti, jasnostjo, jasna

σαφήνεια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jasnosť, zrozumiteľnosť, jasnosti, jednoznačnosť, prehľadnosť
Τυχαίες λέξεις