Λέξη: σαχλαμάρα

Σχετικές λέξεις: σαχλαμάρα

σαχλαμάρα συνώνυμα, σαχλαμάρα συνώνυμο

Συνώνυμα: σαχλαμάρα

κουκέτα, ανοησία, κοίτη ναύτου, κλίνη πλοίου, χυλός, κουρκούτι, πολτός αραβοσίτου, πεζοπορία επί του χιονιού, ηλιθιότητα, βλακεία, ηλιθιότης, μηδαμινό πράγμα, ελάχιστο κάτι, χαζομάρα, κουταμάρα

Μεταφράσεις: σαχλαμάρα

σαχλαμάρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
platitude, trifle, mush, bosh, foolery, idiocy

σαχλαμάρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bagatela, algo, trifle, poquito, pizca

σαχλαμάρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Kleinigkeit, Bagatelle, wenig, trifle, bißchen

σαχλαμάρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
phrase, banalité, platitude, bagatelle, peu, peu de chose, broutille

σαχλαμάρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sciocchezza, nonnulla, inezia, trifle, zuppa inglese

σαχλαμάρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bagatela, ninharia, pouco, trifle, locais preferidos estão

σαχλαμάρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kleinigheid, bagatel, trifle, onbenulligheid, bijzaak

σαχλαμάρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трюизм, избитость, банальность, плоскость, пошлость, мелочь, пустяк, мелочи, мелочью

σαχλαμάρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bagatell, bagatell som, smule, fruktterte, bagatell som er

σαχλαμάρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bagatell, smula, aning, småsak, bagatell som

σαχλαμάρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
latteus, pikkuseikka, pikkujuttu, hiukan, torttu, trifle

σαχλαμάρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trifli, bagatel, anelse, Smule, ubetydelighed

σαχλαμάρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
banalita, fráze, plochost, všednost, mělkost, maličkost, drobnost, trošku, maličko, hloupost

σαχλαμάρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
frazes, płaskość, banał, płytkość, drobnostka, drobiazg, igraszka, bagatela, błahostka

σαχλαμάρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csekélység, kicsit, kissé, apróság, csekélységgel

σαχλαμάρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önemsememek, oyalanmak, önemsiz şey, değersiz şey, küçük şey

σαχλαμάρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
платина, дрібниця, дріб'язок, мелочь, дрібницю, дрібничка

σαχλαμάρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjë e vogël, cikërrimë, çikërrimë, cikërrimë e, gjë e vogël të

σαχλαμάρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дреболия, мъничко, дреболии, дребна сума, вид месинг

σαχλαμάρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дробязь, мелочь, драбяза

σαχλαμάρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
banaalsus, tühiasi, nipsasi, jamama, pealiskaudselt tegelema, armatsema

σαχλαμάρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sitnica, šaliti, šaliti se, trifle, trica

σαχλαμάρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trifle

σαχλαμάρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smulkmena, mažmožis, kukli dovanėlė, menkniekis, alavo lydinys

σαχλαμάρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sīkums, drusku, sīkumu, nieks

σαχλαμάρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
најнов, пипам, неговата игра, ситна сума

σαχλαμάρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fleac, moft, nimic, trifle, bate joc

σαχλαμάρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
malenkost, trifle, Tričarija, Sitnica, za malenkost

σαχλαμάρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
banalita, maličkosť, maličkost
Τυχαίες λέξεις