Carry στα ελληνικά
Μετάφραση: carry, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουβαλώ, μεταφέρω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- carry-cot στα ελληνικά - πορτ-μπεμπέ, φορητό κρεβατάκι
- carry-on στα ελληνικά - μεταφορά σε
Τυχαίες λέξεις
Carry στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουβαλώ, μεταφέρω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Μεταφράσεις: κουβαλώ, μεταφέρω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν