Λέξη: τουαλέτα

Σχετικές λέξεις: τουαλέτα

τουαλέτα ονειροκρίτης, τουαλέτα για γάμο, τουαλέτα κρεβατοκάμαρας, τουαλέτα για σκύλους, τουαλέτα σκύλου, τουαλέτα γάτας, τουαλέτα αμεα προδιαγραφές, τουαλέτα πρύτανη, τουαλέτα σκύλων, τουαλέτα αμεα

Συνώνυμα: τουαλέτα

καλλωπιστήριο, ιματισμός, καλλωπισμός, λούτρκ, καμπίνες, λούτρο, δωμάτιο λούτρου, δωμάτιο καλλωπισμού, αποχωρητήριο, νιπτήρ, νιπτήρας, δωμάτιο πλύσης, αναπαυτήριο, λούτρω

Μεταφράσεις: τουαλέτα

τουαλέτα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
toilet, restroom, lavatory, bathroom, loo

τουαλέτα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
retrete, lavabo, inodoro, baño, higiénico

τουαλέτα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klosett, wc, toilette, abtritt, Toilette, WC, Toiletten

τουαλέτα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
toilette, lavabo, commodités, cabinet, toilettes, WC, des toilettes, hygiénique

τουαλέτα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ritirata, gabinetto, toilette, WC, bagno, servizi igienici, igienica

τουαλέτα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
privada, lidar, trabalho, vestimenta, traje, retrete, toalete, banheiro, lavabo, higiênico, vaso sanitário

τουαλέτα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toilet, privaat, kleding, secreet, wC, toiletten, toiletpapier

τουαλέτα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
туалет, клозет, одевание, костюм, уборная, туалетом, туалетная, туалета, туалетной

τουαλέτα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
toalett, do, toalettet, toilet, wc

τουαλέτα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
toalett, toaletten, WC, toalettpapper

τουαλέτα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käymälä, wc, wc-istuin, wC, Suihkukaappi, Suihku

τουαλέτα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
wc, toilet, toilettet, Toiletrulleholder, toiletpapir, toiletter

τουαλέτα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
toaleta, záchod, toaletní, WC

τουαλέτα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ustęp, klozet, wygódka, ubikacja, sedes, toaleta, WC, toaletowy, toilet

τουαλέτα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öltözék, toalett, mosdó, WC, toalettel

τουαλέτα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tuvalet, Toilet, WC, tuvalete

τουαλέτα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
туалетна, туалет, туалетний, вбиральня, костюм, туалету

τουαλέτα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tualet, WC, higjienike, banjë, Tualeti

τουαλέτα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тоалет, тоалетна, възел, тоалетната, тоалетни

τουαλέτα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
туалет, прыбіральню, прыбіральня

τουαλέτα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peldik, tualett, tualettruum, wc, tualeti

τουαλέτα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
garderoba, nužnik, toaleta, WC, toaletni, toalet, zahod

τουαλέτα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
salerni, klósettið, klósett

τουαλέτα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išvietė, tualetas, WC, tualeto, tualetinis, tualetinės

τουαλέτα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tualete, tualetes, tualeti

τουαλέτα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тоалет, тоалетот, тоалетна, клозет, тоалетната

τουαλέτα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
toaletă, WC, toaleta, de toaletă, igienică

τουαλέτα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
toaletní, WC, stranišče, straniščna, toilet, toaletni

τουαλέτα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
toaletní, záchod, wc, toaleta, toalety, kanvica, Room

Στατιστικά δημοτικότητας: τουαλέτα

Τυχαίες λέξεις