Disavow στα ελληνικά
Μετάφραση: disavow, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκηρύσσω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- avoidable στα ελληνικά - μπορούν να αποφευχθούν, που μπορούν να αποφευχθούν, να αποφευχθούν, μπορεί να αποφευχθεί, θα μπορούσαν να αποφευχθούν
- bankrupted στα ελληνικά - χρεοκοπήσει, χρεοκοπημένο, χρεοκόπησε, χρεοκοπημένης, σε πτώχευση
- blackens στα ελληνικά - μαυρίζει, αμαυρώνει
- capitol στα ελληνικά - Capitol, πρωτεύουσα, Καπιτώλιο, την πρωτεύουσα, Κάπιτολ
Τυχαίες λέξεις
Disavow στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκηρύσσω
Μεταφράσεις: αποκηρύσσω