Λέξη: προσκολλώμαι

Σχετικές λέξεις: προσκολλώμαι

προσκολλώμαι κλιση, προσκολλώμαι συνωνυμα

Συνώνυμα: προσκολλώμαι

συνδέομαι, κολλώ

Μεταφράσεις: προσκολλώμαι

προσκολλώμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adhere, cling

προσκολλώμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adherirse, aferran, se aferran, aferrarse, adherente

προσκολλώμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anhaften, anschmiegen, haften, festhalten, kleben

προσκολλώμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adhérez, coller, adhère, adhérons, administrer, détenir, maintenir, tenir, adhérer, insister, cling, se accrochent, accrochent, se accrocher, accrocher

προσκολλώμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incollare, attaccarsi, aderire, aggrapparsi, trasparente, aggrappano, si aggrappano, cling

προσκολλώμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colar, aderir, agarrar, aderente, cling, agarram, se agarram

προσκολλώμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kleven, aankleven, cling, vastklampen, huishoudfolie

προσκολλώμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
придерживаться, присасываться, соблюдать, приставать, цепляться, цепляются, льнуть, льнет, цеплять

προσκολλώμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klynge, klamre, bevaring, bølge, klynge seg

προσκολλώμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åtsmitande, cling, klamra, vidhäftande, vidhäftning

προσκολλώμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kannattaa, tarttua, noudattaa, takertua, takertuvat, cling, tarrautumista

προσκολλώμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klamre, klamrer, klamrer sig, cling, husholdningsfilm

προσκολλώμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
držet, lpět, řídit, zachovávat, lepit, lnout, dodržet, přiléhat, trvat, přilnavé, držet se koho, lepit se

προσκολλώμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
należeć, obstawać, przylegać, trzymać, przywierać, stosować, lgnąć, przylgnąć, cling, czepiać, przyleganie, adhezyjna

προσκολλώμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csüng, ragaszkodik, ragaszkodnak, ragaszkodunk, cling

προσκολλώμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapışmak, sarılmak, tutunma, streç, tutunmak

προσκολλώμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
притримуватись, приставати, дотримуватися, чіплятися, чіплятиметься, чіплятись, чіплятимуться

προσκολλώμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kapem, qepem, kacavirrem, ngjitem

προσκολλώμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прегръщам, полепвам, придържам се, придържам, прилепвам

προσκολλώμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чапляцца

προσκολλώμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kinnituma, klammerduma, toidukilega, klammerduvad, toidukilesse, kindla toidukilega

προσκολλώμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
adekvatno, odgovarajući, odgovarajuće, odgovarajuća, prianjati, prilijepiti, drže, hvataju se, hvataju

προσκολλώμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
loða, Gling

προσκολλώμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kabintis, kibti, laikytis netoli, aptempti, kabinėtis

προσκολλώμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piekļauties, pieķerties, turēties, palikt uzticīgam, pieglausties

προσκολλώμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се држат, приврзуваат, проѕирна, држат, прилепвам

προσκολλώμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se lipi, agăța, agață, se agață, agata

προσκολλώμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nalepke, nalepke za steklo, za steklo, oklepajo, nalepke za

προσκολλώμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lipnúť, zostať prilepená, lpieť, ľpieť, spätá
Τυχαίες λέξεις