Eruption στα ελληνικά

Μετάφραση: eruption, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκρηξη
Eruption στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angry στα ελληνικά - οργισμένος, θυμωμένος
  • bequeathed στα ελληνικά - κληροδότησε, κληροδότησαν, κληροδοτήθηκε, κληροδοτήσει, κληροδότησε την
  • cellule στα ελληνικά - κύτταρο, Cellule, μικρό κύτταρο
Τυχαίες λέξεις
Eruption στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκρηξη