Λέξη: χαρτοφύλακας

Σχετικές λέξεις: χαρτοφύλακας

χαρτοφύλακας θεσσαλονίκη, χαρτοφύλακας γυναικείος, χαρτοφύλακας bartuggi, χαρτοφύλακας ανδρικός, χαρτοφύλακας windows, χαρτοφύλακας δερμάτινος, χαρτοφύλακας delsey, χαρτοφύλακας samsonite, χαρτοφύλακας σκληρός, χαρτοφύλακας χειρός

Συνώνυμα: χαρτοφύλακας

αρχειοφύλακας

Μεταφράσεις: χαρτοφύλακας

χαρτοφύλακας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
briefcase, archivist, attache, attache case

χαρτοφύλακας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cartera, carpeta, maletín, la cartera, maletín de, el maletín

χαρτοφύλακας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mappe, aktentasche, aktenmappe, büchermappe, Aktentasche, Aktenkoffer, Aktenmappe

χαρτοφύλακας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cartable, valise, serviette, mallette

χαρτοφύλακας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cartella, ventiquattrore, valigetta, briefcase, la cartella

χαρτοφύλακας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pasta, maleta, mala, a pasta, pasta de

χαρτοφύλακας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boekentas, koffertje, aktentas, aktetas, koffer, werkmap

χαρτοφύλακας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
портфель, портфеля, портфелем, портфеле, Портфели

χαρτοφύλακας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dokumentmappe, stresskoffert, koffert, kofferten, dokumentmappen

χαρτοφύλακας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
portfölj, portföljen, dokumentportfölj, väska

χαρτοφύλακας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
salkku, salkussa, salkkuun, salkun, briefcase

χαρτοφύλακας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mappe, dokumentmappe, Rejsetaske, mappen, taske

χαρτοφύλακας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
aktovka, kufr, aktovkou, kufřík, aktovku, aktovky

χαρτοφύλακας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
neseser, walizka, teczka, teka, aktówka, teczki, briefcase, Aktówki

χαρτοφύλακας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aktatáska, táskát, irattáskáját, aktatáskát, aktatáskáját

χαρτοφύλακας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
evrak çantası, çanta, evrak, çantası, briefcase

χαρτοφύλακας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
портфель

χαρτοφύλακας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çantë, valixhe e vogël, çantë të, valixhe, valixhe e

χαρτοφύλακας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
куфарче, куфарчето, куфарчето си, чантата, куфар

χαρτοφύλακας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
партфель, портфель

χαρτοφύλακας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
diplomaadikohver, kirjamapp, portfell, mapp, kohver, kohvris, portfelli

χαρτοφύλακας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
portfelj, aktovka, torba za, aktovku, aktovke, Torba za spise

χαρτοφύλακας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skjalataska, Briefcase

χαρτοφύλακας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
portfelis, briefcase, portfelį, lagaminėlis, aplankas

χαρτοφύλακας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
portfelis, portfeli, briefcase, ādas mape

χαρτοφύλακας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
куфер, актовка, чанта, актовката, ташна

χαρτοφύλακας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
servietă, servieta, servieta din, geanta, geamantan

χαρτοφύλακας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aktovka, kovček, aktovko, kovčku, briefcase

χαρτοφύλακας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
aktovka, taška
Τυχαίες λέξεις