Inconvenience στα ελληνικά
Μετάφραση: inconvenience, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενόχληση, ταλαιπωρία, αναστάτωση, δυσχέρεια, δυσκολία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- balloted στα ελληνικά - κληρώθηκαν, ψηφίστηκαν, ψηφιστεί
- bang στα ελληνικά - γδούπος, βρόντος, κρότος, βροντώ, Bang, Έκρηξη, κτύπημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Inconvenience στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενόχληση, ταλαιπωρία, αναστάτωση, δυσχέρεια, δυσκολία
Μεταφράσεις: ενόχληση, ταλαιπωρία, αναστάτωση, δυσχέρεια, δυσκολία