Λέξη: κρεβατοκάμαρα

Σχετικές λέξεις: κρεβατοκάμαρα

κρεβατοκάμαρα 120, κρεβατοκάμαρα θεσσαλονίκη, κρεβατοκάμαρα προσφορά, κρεβατοκάμαρα 2014, κρεβατοκάμαρα μοντέρνα, κρεβατοκάμαρα τιμες, κρεβατοκάμαρα διακοσμηση, κρεβατοκάμαρα join, κρεβατοκάμαρα με αποθηκευτικό χώρο, κρεβατοκάμαρα ικεα

Συνώνυμα: κρεβατοκάμαρα

υπνοδωμάτιο

Μεταφράσεις: κρεβατοκάμαρα

κρεβατοκάμαρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bedroom, the bedroom, a bedroom

κρεβατοκάμαρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alcoba, dormitorio, habitación, dormitorios, habitaciones, bedroom

κρεβατοκάμαρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlafzimmer, schlafstube, Schlafzimmer, Zimmer, Schlafzimmern

κρεβατοκάμαρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dortoir, chambre, chambre à coucher, chambres, une chambre, coucher

κρεβατοκάμαρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
camera, camera da letto, letto, da letto, matrimoniale

κρεβατοκάμαρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quarto, quartos, bedroom, quarto de, dormitório

κρεβατοκάμαρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slaapkamer, slaapkamers, kamer, bedroom, kamers

κρεβατοκάμαρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спальня, комнатная, спальни, спальней, спальнями

κρεβατοκάμαρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
soverom, soverommet, bedroom, roms

κρεβατοκάμαρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sovrum, sängkammare, sovrummet, bedroom, rum, sovrum med

κρεβατοκάμαρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
peräkammari, makuukammari, makuuhuone, makuuhuoneen, makuuhuoneessa, huone

κρεβατοκάμαρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
soveværelse, værelses, soveværelset, soveværelser, soveværelse med

κρεβατοκάμαρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ložnice, pokoj, ložnicemi, ložnicí

κρεβατοκάμαρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sypialnia, sypialni, bedroom, pokój, sypialnią

κρεβατοκάμαρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hálószoba, szob, hálószobás, szobás, szoba

κρεβατοκάμαρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yatak odası, yatak odalı, yatak, bedroom, odalı

κρεβατοκάμαρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спальня, спальні

κρεβατοκάμαρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhomë gjumi, dhoma gjumi, gjumi, dhomë gjumi për, dhomë gjumi të

κρεβατοκάμαρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спалня, Двустаен, стаен, спални, Тристаен

κρεβατοκάμαρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакой, спальня

κρεβατοκάμαρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
magamistuba, magamistoaga, magamistoas, magamistoa, toaline

κρεβατοκάμαρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spavaonica, ložnica, spavaća soba, spavaće sobe, spavaću sobu, spavaća, jednosobni

κρεβατοκάμαρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svefnherbergi, herbergja, svefnherbergja, svefnherbergis, Svefnherbergið

κρεβατοκάμαρα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
thalamus, cubiculum

κρεβατοκάμαρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
miegamasis, miegamojo, miegamajame, miegamųjų, miegamuoju

κρεβατοκάμαρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
guļamistaba, guļamistabas, guļamistabu, istabu, Bedroom

κρεβατοκάμαρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спална соба, спална, спалната соба, соба, спалната

κρεβατοκάμαρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dormitor, camere, dormitoare, dormitorul, cameră

κρεβατοκάμαρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spalnica, spalnico, spalnice, soba, sobno

κρεβατοκάμαρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spálne, spálňa, izby

Στατιστικά δημοτικότητας: κρεβατοκάμαρα

Τυχαίες λέξεις