Λέξη: βασιλεία
Σχετικές λέξεις: βασιλεία
βασιλεία ιι, βασιλεία ελβετία, βασιλεία - σάλτσμπουργκ, βασιλεία ιιι, βασιλεία ομάδα, βασιλεία ι, βασιλεία ζερβού, βασιλεία ελλάδα, βασιλεία χατζητάκη, βασιλεία παπαρήγα
Συνώνυμα: βασιλεία
κυριαρχία, βασιλικά πρόσωπα, επίδομα συγγραφέως, επιχορήγηση συγγραφέως, επιχορήγηση εφευρετού, επίδομα εφευρετού, βασιλικό προνόμιο
Μεταφράσεις: βασιλεία
βασιλεία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reign, kingship, royalty, Basel, kingdom
βασιλεία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reinar, reinado, imperar, reinará, reine, reinarán
βασιλεία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
regentschaft, überwiegen, vorherrschen, regieren, regierung, herrschaft, herrschen, Herrschaft, Regierung, schen
βασιλεία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gouverner, pouvoir, domination, règne, empire, régner, gouvernement, dominer, régnera, régneront, régnerait
βασιλεία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dominio, regnare, regno, regni, regnerà, regneranno
βασιλεία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reinar, reabilitar, reinará, reine, reinado, reina
βασιλεία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
regeren, bestuur, heersen, regering, heerschappij, bewind, koning werd, koningen heersen, als koningen heersen
βασιλεία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
властвовать, княжить, царство, господство, воцаряться, господствовать, царствовать, царствование, владычество, царить, править, воцарится
βασιλεία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
styre, regjere, regjering, konge, herske, være konge, råde
βασιλεία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regera, regering, konung, härska, råda, att regera
βασιλεία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valtakausi, hallitus, valta, vallita, hallita, hallitusaika, kuninkaaksi, hallitsemaan, hallitseva, hallituskautensa
βασιλεία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
regere, herske, Konge, regjere, være Konge
βασιλεία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
převládat, vláda, panovat, panování, vládnout, kralovati, kralovat, kraloval
βασιλεία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
władać, królować, rządzić, władza, panować, władanie, panowanie, rządy, królował, panował
βασιλεία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
uralkodik, uralkodni, uralkodása, uralkodjék, uralkodjon
βασιλεία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saltanat, saltanatı, egemenlik, hüküm, saltanatında
βασιλεία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
царювати, царюватиме, царюватимуть, зацарює, панувати
βασιλεία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbretëroj, mbretërojë, të mbretërojë, mbretërosh, mbretërojnë
βασιλεία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
царуване, царувам, царува, възцари, царуват
βασιλεία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
валадарыць, цараваць, панаваць, уладарыць, валадарылі
βασιλεία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitsus, valitsusaeg, valitsema, valitsemisaeg, valitseb, kuningaks, valitsevad
βασιλεία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gospodariti, carska, vladati, kraljevati, kraljevat, kraljuje, vlada
βασιλεία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
konungur, ríkja, verða konungur, drottna, að ríkja
βασιλεία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karaliauti, karaliumi, karaliaus, karalystė, valdys
βασιλεία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
valdīt, valdīs, ķēniņš, valdītu, valdīsim
βασιλεία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
царува, царуваат, зацари, владее, владеат
βασιλεία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
domnie, domni, domnească, împărăți, împărat, împărățească
βασιλεία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vláda, kraljevati, kraljeval, kraljevali, zavlada, zakraljeval
βασιλεία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vláda, vládnuť, panovať, kraľovať
Στατιστικά δημοτικότητας: βασιλεία
Τυχαίες λέξεις