Inoculate στα ελληνικά

Μετάφραση: inoculate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμβολιάζω
Inoculate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acme στα ελληνικά - ακμή
  • aerobic στα ελληνικά - αερόβια, αεροβική, αερόβιας, αερόβιες, αερόβιων
  • age-related στα ελληνικά - σχετιζόμενη με την ηλικία, σχετίζεται με την ηλικία, ηλικιακής εκφύλισης, ηλικιακής εκφύλισης της
Τυχαίες λέξεις
Inoculate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμβολιάζω