Λέξη: ψωνίζω

Σχετικές λέξεις: ψωνίζω

ψωνίζω συνετά δεν σκορπάω τα λεφτά, ψωνίζω ελληνικά, ψωνίζω άρα υπάρχω βιβλίο, ψωνίζω ρούχα online, ψωνίζω online, ψωνίζω οικονομικά, ψωνίζω άρα υπάρχω trailer, ψωνίζω άρα υπάρχω, ψωνίζω από σβέρκο, ψωνίζω φθηνά

Συνώνυμα: ψωνίζω

αγοράζω, πάω για ψώνια

Μεταφράσεις: ψωνίζω

ψωνίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shop, go shopping, I shop

ψωνίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
taller, tienda, quehacer, almacén, tienda de, la tienda, shop

ψωνίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschäft, werkstatt, einzelhandelsgeschäft, laden, Geschäft, Laden, Werkstatt, Shop

ψωνίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acheter, négoce, magasin, atelier, chantier, bazar, boutique, affaire, la boutique, boutique en

ψωνίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impresa, negozio, laboratorio, officina, reparto, bottega, shop, negozio di, bar

ψωνίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lojas, oficina, tiro, armazém, atelier, venda, loja, loja de, da loja, loja do

ψωνίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werkplaats, zaak, winkel, atelier, shop, Winkelinrichting, webwinkel, winkel van

ψωνίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лавочка, магазин, мастерская, предприятие, цех, лавка, магазина, магазине

ψωνίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
butikk, verksted, forretning, shop, butikken, salong

ψωνίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bod, butik, affär, verkstad, butiken, Shop

ψωνίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauppa, puoti, verstas, myymälä, Shop, ostoksia, kaupassa

ψωνίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
butik, forretning, shop, butikken, shoppen

ψωνίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ateliér, nakupovat, krám, dílna, obchod, prodejna, Prints, Shop, nakupujte

ψωνίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sklep, buda, kupować, punkt, warsztat, interes, Shop, sklepu, sklep z

ψωνίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hivatal, kereskedés, munkahely, bolt, Shop, üzlet, áruház, boltban

ψωνίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iş, dukan, mağaza, dükkanı, dükkan, mağazası, alışveriş

ψωνίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
магазин, майстерня, цех, крамниця, магазину, магазині

ψωνίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lokal, dyqan, shop, dyqani, dyqanin, dyqan të

ψωνίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
магазин, магазин за, Shop, магазин на, магазина

ψωνίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лава, магазын, крама, магазін, краму

ψωνίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pood, töökoda, ostma, kauplus, epood, poes, shop

ψωνίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radionica, kupovati, radnja, trgovina, prodavaonica, dućan, trgovina za

ψωνίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
búð, Shop, verslun, versla, Verslunin

ψωνίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dirbtuvė, parduotuvė, krautuvė, Shop, parduotuvės, parduotuvėje, parduotuvę

ψωνίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cehs, veikals, seminārs, darbnīca, veikalam, veikalā, veikalu, veikalam ir

ψωνίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
продавница, магазин, продавница за, продавницата, shop

ψωνίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atelier, magazin, shop, magazin de, magazinul

ψωνίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krám, prodajalna, trgovina, nakupovat, trgovine, trgovina s, trgovino, trgovini

ψωνίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obchod, krám, obchodovanie, obchodu
Τυχαίες λέξεις