Λέξη: επιμήκυνση
Σχετικές λέξεις: επιμήκυνση
επιμήκυνση διδακτικού έτους, επιμήκυνση πέους απλά με kegel, επιμήκυνση σχολικού έτους, επιμήκυνση χρέους, επιμήκυνση αντίθετο, επιμήκυνση πέους φωτο, επιμήκυνση πέους, επιμήκυνση του σχολικού έτους, επιμήκυνση πέους με φυσικό τρόπο, επιμήκυνση δανείων οεκ
Συνώνυμα: επιμήκυνση
μήκυνση
Μεταφράσεις: επιμήκυνση
επιμήκυνση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elongation, extension, lengthening, prolongation, elongation of
επιμήκυνση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elongación, alargamiento, de elongación, el alargamiento, de alargamiento
επιμήκυνση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dehnung, verlängerung, Verlängerung, Ausdehnung, Dehnung, Dehnungs
επιμήκυνση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
élongation, allongement, l'allongement, d'allongement, un allongement
επιμήκυνση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allungamento, l'allungamento, di allungamento, elongazione, allungamento a
επιμήκυνση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alongamento, elongação, de alongamento, o alongamento, alongamento de
επιμήκυνση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlenging, rek, elongatie, uitrekking, de rek
επιμήκυνση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продолжение, вытягивание, удлинение, продление, относительное удлинение, удлинения, удлинением, элонгации
επιμήκυνση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forlengelse, tøyelighet, forlengelsen, forlengelses
επιμήκυνση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
töjning, förlängning, förlängningen, töjningen
επιμήκυνση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pidennys, pidentäminen, venymä, venymän, murtovenymä
επιμήκυνση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forlængelse, forlængelsen, brudforlængelse, strækning, elongering
επιμήκυνση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prodloužení, natahování, protažení, tažnost, elongace, prodlužování
επιμήκυνση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
elongacja, rozciągliwość, wydłużenie, wydłużenia, wydłużanie, wydłuŜenie
επιμήκυνση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megnyújtás, hosszabbodás, kinyújtás, meghosszabbodás, hosszabbítás, nyúlás, nyúlást, nyúlása, megnyúlás, nyúlási
επιμήκυνση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uzama, uzaması, uzatma, esneme, uzamaya
επιμήκυνση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
продовження, видовження, подовження
επιμήκυνση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjatim, elongimit, zgjatjen, vazhdim, zgjatje
επιμήκυνση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удължаване, удължение, относително удължаване, коефициент на удължаване, относително удължение
επιμήκυνση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падаўжэнне, падоўжаньня
επιμήκυνση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pikendamine, venitamine, pikendus, pikenemine, venivus, katkevenivus
επιμήκυνση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
produženje, produljenje, istezanje, elongacija, istezanja
επιμήκυνση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lenging, lengingu, lengingu þáttarins, flyst lenging
επιμήκυνση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pailgėjimas, pailgėjimo, Santykinis pailgėjimas, santykinis plieno pailgėjimas, pailgėjimą
επιμήκυνση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pagarināšana, pagarinājums, stiepes deformācija, pagarinājumam, stiepes deformācija pārraušanas
επιμήκυνση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
издолжување, елонгација, издолжувањето, истегнување, издолжување на
επιμήκυνση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
elongație, alungire, alungirea, elongația, de alungire
επιμήκυνση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
raztezek, elongacijo, razteznost, raztezanje
επιμήκυνση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
predĺženie, predĺženia, predĺžení, predĺženiu, predlžuje
Στατιστικά δημοτικότητας: επιμήκυνση
Τυχαίες λέξεις