Insert στα ελληνικά

Μετάφραση: insert, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάζω, εισάγω
Insert στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • admiring στα ελληνικά - θαυμάζοντας, θαυμάσετε, θαυμάζετε, να θαυμάσετε, θαυμάζουν
  • birdsong στα ελληνικά - κελάηδισμα, το κελάηδισμα, πουλιών που τραγουδούν, το birdsong
  • blood-stone στα ελληνικά - αίμα, το αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα
  • broadening στα ελληνικά - διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, η διεύρυνση, διευρυνθεί
Τυχαίες λέξεις
Insert στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάζω, εισάγω