Listen στα ελληνικά

Μετάφραση: listen, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούω, αφουγκράζομαι
Listen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adventurous στα ελληνικά - τολμηρός
  • agnosticism στα ελληνικά - αγνωστικισμός, αγνωστικισμό, αγνωστικισμού, τον αγνωστικισμό, ο αγνωστικισμός
  • bird-seed στα ελληνικά - πουλί, πτηνών, πουλιών, των πτηνών, πτηνό
  • blasphemous στα ελληνικά - βλάσφημος, βλάσφημο, βλάσφημη, βλάσφημες, βλάσφημα
Τυχαίες λέξεις
Listen στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι