Λέξη: πέπλος

Σχετικές λέξεις: πέπλος

ο πέπλος, πέπλος έβρου, καιρος πέπλος, πέπλοσ έβροσ

Συνώνυμα: πέπλος

πέπλο, βέλο, κοντή φούστα

Μεταφράσεις: πέπλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
veil, peplum, web, peplos, web is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
velo, antifaz, velo de, el velo, del velo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesichtsschleier, schleier, Schleier, Schleiers, Vorhang
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rideau, voilette, voile, voiler, voile de, le voile
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
veletta, velo, velare, il velare, il velo, vela
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
manto, véu, veículo, o véu, véu de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sluier, voile, floers, omsluieren, sluieren, voorhangsel, voorhang, zeil
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
завеса, вуалировать, завуалировать, вуаль, покрывало, чадра, флер, завешивать, фата, скрывать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slør, sløret, forhenget, forheng, veil
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slöja, slöjan, skyler, förlåten
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huntu, harso, peittää, peite, verho, verhon, verhoa, veil
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slør, sløret, forhænget, veil
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
závoj, rouška, opona, závojem, závoje
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawoalować, przesłaniać, przysłaniać, woalka, woal, zasłona, maska, welon, przesłona
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fátyol, fátylat, fátyla, fátyolt, a fátyol
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
peçe, perde, duvak, örtü, veil, örtünme
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автомобільний, посланник, перевізний, вуаль, серпанок, завісу
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vello, vel, veli, perde, maskoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
воал, було, Veil, Вейл, завеса
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вэлюм, вуаль, вэлюм яе, вуальку
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kate, loor, eesriie, Veil, loori, Veili, eesriide
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
veo, zastor, velom, vela, pokrivalo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blæja, fortjald, fortjaldið, skýlan, hulunni
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vualis, skraistė, šydas, uždanga, vyrius
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plīvurs, aizsegs, šķidrauts, plīvuru, plīvura, priekškars
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
превез, превезот, вел, завесата, завеса
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
voal, văl, vălul, val, voalul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veil, tančica, pajčolan, tančico, zagrinjalo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
závoj
Τυχαίες λέξεις