Λέξη: παρακράτηση

Σχετικές λέξεις: παρακράτηση

παρακράτηση φόρου 300 ευρώ, παρακράτηση φόρου μισθωτών 2014, παρακράτηση φόρου δικηγόρων 2014, παρακράτηση φόρου μισθωτών υπηρεσιών 2013, παρακράτηση φόρου 3, παρακράτηση φόρου, παρακράτηση φόρου μισθωτών υπηρεσιών 2014, παρακράτηση φόρου 20 2014, παρακράτηση 20 2014, παρακράτηση φόρου 20

Μεταφράσεις: παρακράτηση

παρακράτηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
retention, withholding, deduction, withheld, retention of

παρακράτηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
retención, retenciones, la retención, retención de, de retención

παρακράτηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
haltung, einbehaltung, zurückhalten, beibehaltung, besitz, retention, Quellen, Verrechnungs, Quellensteuer, Quellen-, Einbehalt

παρακράτηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arrêt, prison, rétention, conservation, tenue, détention, violon, maintien, arrestation, retenue, mémoire, suspension, source, la source, retenue à la source

παρακράτηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fonte, ritenuta, alla fonte, ritenuta alla fonte, ritenute

παρακράτηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sonegação, retenção, retido na fonte, retenção na fonte, de retenção

παρακράτηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roerende, achterhouden, inhouding, bronbelasting, bedrijfsvoorheffing

παρακράτηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удерживание, задержка, память, способность, задержание, сохранение, удержание, удержания, удерживаемый, сокрытие, удержаний

παρακράτηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forskuddstrekk, tilbakeholdelse, kilde, trekk, tilbakeholdt

παρακράτηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kupongskatt, käll, källskatt, undanhållande, kupong

παρακράτηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säilyttäminen, muisti, pitäminen, pidättäminen, ennakonpidätys, lähdeveron, lähdeveroa, ennakonpidätyksen, lähdevero

παρακράτηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilbageholdelse, kildeskat, tilbageholde, udbytteskat, indeholdelse

παρακράτηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zadržení, zachování, zadržování, vězení, držení, udržování, uchování, vazba, vlastnění, srážky, srážkové, neposkytnutí, srážková, srážkovou

παρακράτηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wstrzymanie, zachowywanie, areszt, zatrzymanie, retencja, zachowanie, u źródła, zaliczkach, karencji

παρακράτηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rekedés, visszatartás, forrásadó, forrásadót, visszatartása, forrásadónak

παρακράτηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
stopaj, stopajı, tevkifat, muhtasar, kesintisi

παρακράτηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перелічувати, перераховувати, утримання, втримання, утримування

παρακράτηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kujtesa, në burim, burim, mbajtur në burim, mbajtja në burim, Ndalja e

παρακράτηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
памет, удържан при източника, при източника, удържане, източника

παρακράτηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўтрыманне, утрыманне, ўтрыманьне, утрыманьне

παρακράτηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peetus, kinnihoidmine, säilitamine, kinnipidamine, kinnipeetava, kinnipeetavat, kinnipeetud, kinnipeetav

παρακράτηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zadržavanje, čuvanje, po odbitku, odbitku, withholding, uskraćivanje

παρακράτηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
staðgreiðsla, staðgreiðslu, eftirhaldandi, reikna staðgreiðslu, reikna staðgreiðslu af

παρακράτηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atmintis, išskaičiuojamojo, išskaičiavimo, prie šaltinio, išskaičiuojamasis, prie pajamų šaltinio

παρακράτηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atmiņa, ieturēšana, ieturējuma, ieturēšanas, ieturamā, ieturamo

παρακράτηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одбивка, по одбивка, задршка, задржување, задржување на

παρακράτηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
memorie, retinere la sursa, reținere la sursă, reținut la sursă, reținute la sursă, la sursă

παρακράτηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odtegljaja, odtegljaj, odtegnjeni, viru odtegnjeni, pri viru odtegnjeni

παρακράτηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zachovaní, zrážky, zníženia, zrážok, nárazu, kolízie

Στατιστικά δημοτικότητας: παρακράτηση

Τυχαίες λέξεις