Oak στα ελληνικά

Μετάφραση: oak, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελανιδιά, δρύινος
Oak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adept στα ελληνικά - επιδέξιος, επιτήδειος
  • carcinogenicity στα ελληνικά - καρκινογένεση, καρκινογένεσης, την καρκινογένεση, καρκινογόνου δράσης, καρκινογένεσης σε
Τυχαίες λέξεις
Oak στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελανιδιά, δρύινος