Λέξη: αχρείος
Σχετικές λέξεις: αχρείος
αχρείος συνώνυμα, αχρείος ορισμός, αχρείος ετυμολογία
Συνώνυμα: αχρείος
ακάθαρτος, βρωμερός, πρόστυχος, κακοήθης, χαμερπής, διεφθαρμένος, κακόφημος, μιαρός, άτιμος, αθεόφοβος, μόρτης, χυδαίος, ουτιδανός, βωμολόχος, άθλιος, φαύλος
Μεταφράσεις: αχρείος
αχρείος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
villainous, scoundrel, miscreant, rascally, vile
αχρείος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
malvado, villano, canalla, sinvergüenza, bribón, granuja, pillo
αχρείος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schändlich, miserabel, Schurke, Halunke, Gauner, Schuft, Schurken
αχρείος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infâme, vilain, bas, méchant, mauvais, damnable, scélérat, coquin, canaille, misérable, gredin
αχρείος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mascalzone, farabutto, canaglia, furfante, scellerato
αχρείος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
canalha, patife, malandro, salafrário, scoundrel
αχρείος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schurk, ploert, boefje, boef, scoundrel
αχρείος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гнусный, злодейский, отвратительный, подлый, мерзкий, негодяй, подлец, мерзавец, негодяем, подлецом
αχρείος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjeltring, skurk, slyngel, kjeltringen, skurken
αχρείος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skurkaktig, bovaktig, skurk, scoundrelen, scoundrel, skurken, usling
αχρείος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katala, roisto, lurjus, scoundrel, konna, rontti
αχρείος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skurk, slyngel, slynglen, slubbert, kæltring
αχρείος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podlý, hanebný, špatný, ničema, mizera, darebák, lump, lotr
αχρείος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niegodziwy, zły, łajdak, łotr, łobuz, nikczemnik, kanalia
αχρείος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ócska, csirkefogó, gazember, gazfickó, gazembernek, gazembert
αχρείος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alçak, hain, hergele, scoundrel, puşt
αχρείος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підлість, негідник, негіднику, негодяй
αχρείος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
faqezi, horr, viran, zabërhan, maskara
αχρείος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мошеник, негодник, подлец, разбойник, мръсник
αχρείος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нягоднік, негодяй, паскуднік, мярзотнік
αχρείος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaabaklik, nurjatu, lurjuslik, kaabakas, lurjus, varganägu, kaabakaks, kaabaka
αχρείος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mrzak, odvratan, podao, nitkov, gad, lupež, hulja, podlac
αχρείος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mannfýla, scoundrel, mannfýla sú
αχρείος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
niekšas, Bjaurybikė, nenauda, nenaudėlis, Bezecnik
αχρείος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nelietis, nelietim, neģēlis
αχρείος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
никаквец, подлец, измамник, будала, лигава будала
αχρείος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ticălos, canalie, om de nimic, nemernic, derbedeu
αχρείος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
baraba, podlež, lopov
αχρείος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ničený, podlý, mizerný, ničomník, darebák, zloduch, bezbožník, odsúdeniahodná