Λέξη: πεινασμένος

Σχετικές λέξεις: πεινασμένος

πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος συνόνυμα

Συνώνυμα: πεινασμένος

νηστικός, πεινών, πειναλέος, αρπακτικός, αδηφάγος, λαίμαργος

Μεταφράσεις: πεινασμένος

πεινασμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ravenous, hungry, peckish, famished

πεινασμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
famélico, voraz, hambriento, hambre, hambrientos, con hambre, hambrienta

πεινασμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefräßig, hungrig, Hunger, hungrigen, hungrige, hungern

πεινασμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affamé, avide, rapace, famélique, vorace, glouton, goulu, stérile, faim, affamés, la faim, a faim

πεινασμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affamato, vorace, fame, affamati, affamata, la fame

πεινασμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fome, faminto, com fome, famintos, hungry

πεινασμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hongerig, honger, hongerige, honger hebt, hongerigen

πεινασμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скудный, бесплодный, хищный, изголодавшийся, неплодородный, прожорливый, грабительский, жаждущий, голодный, жадный, голодным, голоден, голодны, голодные

πεινασμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sulten, sultne, er sulten

πεινασμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hungrig, hungriga, hungrigt, sugen, är hungrig

πεινασμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nälkäinen, kärttyisä, ahnas, ärtyinen, äkäinen, kärttyinen, äreä, nälkä, nälkäisiä, hungry, nälkää

πεινασμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sulten, hungrig, sultne

πεινασμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neúrodný, hladový, hltavý, dravý, žravý, dychtivý, hlad, hladoví, hladové

πεινασμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zachłanny, ubogi, jałowy, zachłannie, głodny, drapieżny, wilczy, głodni, głodna, głodne, głodnych

πεινασμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyomorgók, éhesek, áhító, éhes, éhező, éhesen

πεινασμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aç, acıkmış

πεινασμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
голодуючий, убогий, накидатися, голодний, пожирати, спраглий, прагнучий, ворон, голодна

πεινασμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i uritur, uritur, të uritur, uri, uriturit

πεινασμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гладен, гладни, гладна, гладно, глад

πεινασμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галодны, галодныя

πεινασμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
öökimaajav, ablas, näljane, tühi, on tühi

πεινασμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gladan, gladni, gladna, gladne, glad

πεινασμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hungraður, svangur, svöng, svangir, hungraða

πεινασμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alkanas, alkani, išalkęs

πεινασμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izsalcis, izsalkuši, izsalkusi

πεινασμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гладни, гладен, гладна, гладно, гладните

πεινασμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înfometat, flămând, foame, e foame, de foame

πεινασμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lačen, lačni, lačna, lačnih, lačne

πεινασμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pažravý, hladový, hladný
Τυχαίες λέξεις