Relatively στα ελληνικά
Μετάφραση: relatively, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχετικά, σχετικώς, είναι σχετικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- avail στα ελληνικά - χρησιμεύω, ωφελώ, όφελος
- behind στα ελληνικά - πίσω, πίσω από, όπισθεν
- census-paper στα ελληνικά - απογραφή, απογραφής, απογραφή του, της απογραφής, απογραφής του
Τυχαίες λέξεις
Relatively στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχετικά, σχετικώς, είναι σχετικά
Μεταφράσεις: σχετικά, σχετικώς, είναι σχετικά