Λέξη: δυσχεραίνω
Σχετικές λέξεις: δυσχεραίνω
δυσχεραίνω translation, δυσχεραίνω λεξικο, δυσχεραίνω αγγλικα, δυσχεραίνω αντωνυμο, δυσχεραίνω συνώνυμα, δυσχεραίνω αόριστος, δυσχεραίνω κλιση, δυσχεραίνω english
Μεταφράσεις: δυσχεραίνω
δυσχεραίνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impede, hampers, hampered, complicates, hinders, hinder
δυσχεραίνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
obstruir, embargar, contrariar, cestas, cestos, canastas, cestas de, dificulta
δυσχεραίνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blockieren, absperren, Körbe, Geschenkkörbe, Fesseln, behindert
δυσχεραίνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
empêcher, embarrasser, gêner, entraver, contrarier, obstruer, inhiber, enrayer, déranger, paniers, des paniers, paniers de, les paniers, corbeilles
δυσχεραίνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impedire, ceste, ostacola, cesti, panieri, cestini
δυσχεραίνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cabazes, balaios, dificulta, cestos, cabazes de
δυσχεραίνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
belemmert, kerstpakketten, manden, belemmert de
δυσχεραίνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помешать, мешать, препятствовать, затруднять, воспрепятствовать, задерживать, задержать, корзины, затрудняет, корзины для
δυσχεραίνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vanskeliggjør, vanskelig, hemmer, kasser
δυσχεραίνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försvårar, hämmar, korgar, backar
δυσχεραίνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tukkia, haitata, korit, haittaa, vaikeuttaa, pyykkikorit
δυσχεραίνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hæmmer, spånkurve, Kurve, hæmsko
δυσχεραίνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zabránit, bránit, blokovat, překážet, zabraňovat, zablokovat, zatarasit, překáží, Zadržovače, ekáží, Dárkové koše
δυσχεραίνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zahamować, hamować, zatrzymywać, opóźniać, przeszkadzać, utrudniać, kosze, utrudnia, Utrzymacze
δυσχεραίνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kosarakat
δυσχεραίνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sepetleri, engellemektedir, durdurmalar
δυσχεραίνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безгрішність, кошика, кошики, корзини, кошику, кошик
δυσχεραίνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pengon, pengon e
δυσχεραίνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кошници, затруднява, кошници за
δυσχεραίνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кошыка, кошыкі, карзіны, кошыку, кашы
δυσχεραίνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pidurdama, tõkestama, Korvid, takistab, pidurdab, korve
δυσχεραίνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sprečavati, priječiti, spriječiti, koči, hampers, koči se
δυσχεραίνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hindra, karfa
δυσχεραίνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stabdo
δυσχεραίνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rotas, traucē, grozi, Shampanietis
δυσχεραίνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
попречува
δυσχεραίνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coșuri, Hampers, îngreunează, îngreuneaz
δυσχεραίνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bránit, ovira
δυσχεραίνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
blokovať, prekáža, prekážajú, zavadzia, kladú prekážky
Τυχαίες λέξεις