Saturate στα ελληνικά
Μετάφραση: saturate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acquisition στα ελληνικά - απόκτηση, απόκτημα
- aloneness στα ελληνικά - μοναξιά, μοναχικότητα, μοναχικότητας, η μοναξιά
- bat-eyed στα ελληνικά - νυχτερίδα, ρόπαλο, ΒΔΤ, ρόπαλο του, νυχτερίδας
- beleaguers στα ελληνικά - ταλαιπωρεί
Τυχαίες λέξεις
Saturate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
Μεταφράσεις: μουσκεύω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν