Λέξη: πόθος
Σχετικές λέξεις: πόθος
πόθος παναγιώτης, πόθος σκιάθος, πόθος ετυμολογια, πόθος ε. & οικονόμου η. (2010). θέματα γνωστικής ψυχολογίας, πόθος φυτό, πόθος πλάτωνας, πόθος ανταλλακτικά, πόθος συνώνυμα, πόθος φυτό τιμή, πόθος μυθολογία
Συνώνυμα: πόθος
λαγνεία, άμετρος επιθυμία, ασέλγεια, λαχτάρα, σφοδρά επιθυμία, επιθυμία, καημός, ντέρτι
Μεταφράσεις: πόθος
πόθος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lust, yearning, craving, desire, longing
πόθος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lujuria, codicia, anhelo, deseo, ansia, el anhelo, anhelo de
πόθος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wollust, dürsten, begierde, Sehnsucht, Verlangen, Sehnen, die Sehnsucht
πόθος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
convoitise, désir, convoiter, volupté, lubricité, paillardise, concupiscence, appétit, appétence, soif, appéter, lascivité, luxure, avidité, cupidité, passion, nostalgie, aspiration, désir ardent
πόθος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lascivia, lussuria, uzzolo, voluttà, bramosia, desideroso, bramoso, desiderio, anelito
πόθος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
volúpia, sensualidade, ânsia, saudade, anelo, anseio, desejo
πόθος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wellust, lust, geilheid, passie, roes, hartstocht, smachtend verlangen, verlangen, hunkering, smacht, hunkerend
πόθος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
страсть, сладострастие, вожделение, похоть, похотливость, тоска, стремление, жажда, тоску, тоски
πόθος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lyst, begjær, lengsel, lengselen, lengsel etter, lengter, higen
πόθος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åtrå, längtan, längtar, längtan efter, längtande, yearning
πόθος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
intohimo, himo, vimmaisuus, himoita, hurmio, vimma, hekuma, kaipuu, kaipaus, ikävä, kaipuuta, halu
πόθος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
længsel, længsel efter, længslen, længes, voldsomt efter
πόθος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozkoš, smyslnost, dychtit, chtivost, touha, choutka, toužit, bažit, žádostivost, chlípnost, žádost, tužba, touhu, toužící, touze, touha po
πόθος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lubieżność, chuć, pożądanie, pożądliwość, żądza, jurność, pożądać, tęsknota, pragnienie, tęsknoty, tęsknotę, tęsknotą
πόθος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kéjelgés, sóvárgás, vágyakozás, vágyódás, utáni vágyakozás, vágyakozó
πόθος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şehvet, hasret, özlem, özlemi, arzu, bir özlem
πόθος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пишний, п'яний, буйний, плодючий, родючий, туга, нудьга, тоска, сум
πόθος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dëshirë e zjarrtë, zjarrtë, e zjarrtë, mall, Dëshira
πόθος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
копнеж, копнежа, копнежът, стремеж, жажда
πόθος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
туга, тоска, нуда, сум, смутак
πόθος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõbu, himu, igatsus, igatsuse, igatsusest, igatsev
πόθος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
požuda, pohlepa, žuditi, čežnja, žudnja, čežnje, težnja, čezne
πόθος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þrá, yearning, þráir
πόθος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ilgesys, troškimas, troškimą, Tęsknota, ilgesio
πόθος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ilgas, ilgošanās, ilgojas, alkas
πόθος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
копнеж, копнежот, копнежливи, копнеејќи, копнеење
πόθος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dorință, dor, dorinta, dorul, dorinței
πόθος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hrepenenje, hrepenenje po, hrepenenja, hrepeneč
πόθος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
túžba, túžbu