Λέξη: εργασία

Σχετικές λέξεις: εργασία

εργασία στην ελλάδα, εργασία βάκχες, εργασία στη θεσσαλονίκη, εργασία στο εξωτερικό, εργασία αθήνα, εργασία από το σπίτι, εργασία ιωάννινα, εργασία τώρα, εργασία πάτρα, εργασία θεσσαλονίκη, κοινωφελής εργασία, εργασία αγγελίες, οαεδ κοινωφελής εργασία, πτυχιακή εργασία, κοινωφελής εργασία 2013, διπλωματική εργασία, εθνος εργασία, εκ περιτροπής εργασία, εργασία θεσσαλονικη, χρυσή ευκαιρία εργασία

Συνώνυμα: εργασία

δουλειά, ιώβ, επάγγελμα, θέση, έργο, κόπος, μόχθος, ωδίνες, επιχείρηση, ενασχόληση, εμπόριο, υπόθεση, λειτουργία, δραστηριότητα, εγχείριση, χειρισμός, πρόσληψη, τέχνη, μαστοριά

Μεταφράσεις: εργασία

εργασία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
work, employment, labour, job, labor, business

εργασία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trabajo, trabajar, uso, obra, labrar, utilización, laborar, obrar, operar, acomodo, funcionar, empleo, labor, el trabajo, de trabajo

εργασία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anstellung, werk, beeinflussen, funktionieren, verwendung, beschäftigung, einsatz, anwendung, nutzung, dienst, arbeiten, arbeit, ausnutzen, arbeitsstätte, verursachen, lösen, Arbeit, Arbeits, Arbeiten, Werk

εργασία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
application, emploi, marcher, occupation, turbiner, ouvrer, fonctionnement, faire, usiner, travail, utilisation, fonctionner, amener, usage, opérer, produire, travaux, œuvre, le travail, oeuvre

εργασία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
occupazione, funzionare, opera, travaglio, lavorare, lavoro, operare, uso, lavori, di lavoro, il lavoro

εργασία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
labor, laborar, emprego, trabalhosamente, trabalho, lidar, empregador, palavra, lugar, trabalhar, obra, trabalhos, de trabalho, o trabalho

εργασία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
emplooi, bevallen, voortbrengen, arbeid, functioneren, toepassing, karwei, gebruik, aanwending, werk, maken, werken, werkplek, tewerkstelling, werkgelegenheid, werkzaamheden, het werk, work

εργασία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дело, дослужить, труд, работать, трудиться, обделывать, творение, бродить, дослуживать, обделать, производить, сочинение, будоражить, сползти, шпиговать, сползать, работа, работу, работе, произведение

εργασία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arbeid, sysselsetting, arbeide, anvendelse, virke, arbeidet, arbeids, jobb

εργασία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
syssla, arbete, användning, uppgift, jobb, anställning, bruk, sysselsättning, arbetet, arbets

εργασία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käydä, touhu, työskennellä, ponnistella, ahertaminen, vaikuttaa, tohina, työ, pestaaminen, työstää, virka, muotoilla, teos, toimia, puurtaa, raataa, työn, työtä, työhön, työstä

εργασία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
værk, brug, virke, fungere, arbejde, arbejdet, arbejder, arbejdsprogram

εργασία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dílo, zpracovat, pracovat, hníst, užití, lopota, úloha, vykonávat, fungovat, dělat, působit, obdělávat, upotřebení, způsobit, běžet, působení, práce, pracovní, práci, prací

εργασία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zajęcie, utwór, robota, działać, prać, robocizna, pracować, ból, obrabiać, współpracować, godzenie, praca, dzieło, użycie, obrobić, poród, pracy, prace, prac

εργασία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
munka, munkát, munkáját, munkája, a munka

εργασία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iş, çalışma, kullanma, görev, kullanış, çalışmak, çalışmaları, çalışması, eser

εργασία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багатослівний, діяльність, роботи, заняття, застосування, словесний, зайняття, робота, работа, роботу

εργασία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
punoj, puna, vepër, punë, të punës, pune, puna e

εργασία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
труд, заетост, наем, работа, работата, работното

εργασία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хадзiць, адбыцца, праца, работа

εργασία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liberaalid, töötama, leiboristid, töötlema, töö, töökoht, personaliotsing, tööd, töös, tööle, tööga

εργασία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
angažman, radom, poslovati, napor, radna, radništvo, poradi, zaposlenje, obraditi, djela, rad, posao, uposlenje, mehanizam, djelo, rada, raditi

εργασία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
erfiði, starf, hagnýting, atvinna, iðja, vinna, vinnu, verk, að vinna

εργασία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
negotium, opus, opera, factum, labor

εργασία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
darbas, veikti, kūrinys, triūsas, dirbti, darbo, darbai, darbą

εργασία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
darboties, darbs, strādāt, funkcionēt, ražojums, sacerējums, lietošana, lietojums, darba, darbu, darbi

εργασία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
работа, работата, работи, дело, работат

εργασία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lucra, muncă, lucru, operă, de lucru, de muncă, locul de muncă

εργασία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delati, obdelovati, delo, služba, zaposlitev, dela, delovni, delu

εργασία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
námaha, práce, práca, pracovať, prácu, činnosti, práci

Στατιστικά δημοτικότητας: εργασία

Τυχαίες λέξεις