Substantive στα ελληνικά

Μετάφραση: substantive, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσιαστικό, ουσιαστικές, ουσιαστική, ουσιαστικού, ουσιαστικών
Substantive στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amplification στα ελληνικά - ενίσχυση
  • archpriest στα ελληνικά - Πρωτοπρεσβύτερος, αρχιερέα, αρχιερέας, πρωθιερέας, Αρχιερέως
  • bipartition στα ελληνικά - με διμερή, αναπτύσσεται με διμερή
  • brittle στα ελληνικά - εύθραυστος
Τυχαίες λέξεις
Substantive στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσιαστικό, ουσιαστικές, ουσιαστική, ουσιαστικού, ουσιαστικών