Ουσιαστικό στα αγγλικά
Μετάφραση: ουσιαστικό, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
substantive, noun, essential, substantial, an essential
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ουσιαστικό
noun
- ουσιαστικό
- όνομα
- ουσιαστικό
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικό
ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό δίκαιο, ουσιαστικό του επιτρέπω, ουσιαστικό ορισμός, ουσιαστικό λεξικό γλώσσας αγγλικά, ουσιαστικό στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ουσία στα αγγλικά - essence, substance, matter, substance is, essentially
- ουσιαστικά στα αγγλικά - essentially, virtually, fundamentally, substantially, basically, effectively, actually
- ουσιαστικός στα αγγλικά - substantial, substantive, essential, effective, an essential
- ουσιώδης στα αγγλικά - indispensable, fundamental, essential, vital, substantial, material, an essential
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικό στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: substantive, noun, essential, substantial, an essential
Μεταφράσεις: substantive, noun, essential, substantial, an essential