Susceptible στα ελληνικά
Μετάφραση: susceptible, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδεικτικός, ευπαθής, εύθικτος, επιδεκτικός, ευαίσθητος, ευπαθών, ευαίσθητα, ευπαθή
Μεταφράσεις
- backups στα ελληνικά - αντιγράφων ασφαλείας, αντίγραφα ασφαλείας, δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας, αντίγραφα
- bashing στα ελληνικά - επιτίθενται, σπάσετε, χτυπούσαν δυνατά
- bearskin στα ελληνικά - αρκουδοτόμαρο, Bearskin, Μπέαρσκιν, δέρμα αρκούδας
Τυχαίες λέξεις
Susceptible στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδεικτικός, ευπαθής, εύθικτος, επιδεκτικός, ευαίσθητος, ευπαθών, ευαίσθητα, ευπαθή
Μεταφράσεις: επιδεικτικός, ευπαθής, εύθικτος, επιδεκτικός, ευαίσθητος, ευπαθών, ευαίσθητα, ευπαθή