Λέξη: περίπτωση

Σχετικές λέξεις: περίπτωση

περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 62, περίπτωση παιδιού με εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο, περίπτωση στ ́ της παραγράφου 3 του άρθρου 28, περίπτωση συνώνυμο, περίπτωση εγκυμοσύνης με περίοδο, περίπτωση λάρι κράουν, περίπτωση παιδιού με αντικοινωνική συμπεριφορά, περίπτωση β ή ειδικές περιπτώσεις απόδειξης εμπειρίας, περιπτωση συνώνυμα, περίπτωση β ́ της παρ. 1 του άρθρου 31 του κ.φ.ε, κλινική περίπτωση

Συνώνυμα: περίπτωση

υπόθεση, κατάσταση, ιστορικό, ζήτημα, πτώση, ευκαιρία, περίσταση, αιτία, ανάγκη, γεγονός, λεπτομέρεια, περιστατικό

Μεταφράσεις: περίπτωση

περίπτωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
instance, occasion, case, the case, case of, event, the event

περίπτωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ocasión, ejemplo, caso, caso de, casos, el caso

περίπτωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angelegenheit, beispiel, exempel, fall, exemplar, instanz, Fall, Falle, Gehäuse, Hülle

περίπτωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chance, cause, événement, lieu, occasion, affaire, exemple, causer, demande, sollicitation, occasionner, motif, cas, susciter, supplique, fois, espèce, le cas

περίπτωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esempio, occasione, caso, istanza, richiesta, causa, cassa, casi, caso di

περίπτωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caso, exemplo, evidentemente, acontecimento, ocorrência, surtir, ocasião, obviamente, processo, caso de, casos

περίπτωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanleiding, keer, voorbeeld, maal, toonbeeld, gelegenheid, zaak, gebeurtenis, geval, koffer, bij, het geval

περίπτωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
происшествие, оказия, случай, инстанция, возможность, просьба, образец, образчик, пример, предлог, событие, приклад, обстоятельство, раз, предложение, повод, дело, случае, кейс

περίπτωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksempel, anledning, leilighet, høve, grunn, tilfelle, saken, case, sak, tilfellet

περίπτωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillfälle, föredöme, fall, fallet, gäller, fråga, mål

περίπτωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tilaisuus, esimerkki, tarve, tapaus, tilanne, kerta, esikuva, sija, tapahtuma, asia, tapauksessa, asiassa, osalta

περίπτωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lejlighed, eksempel, anledning, sag, tilfælde, tilfældet, sagen, fald

περίπτωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příklad, prosba, možnost, případ, příčina, příležitost, žádost, podnět, způsobit, událost, důvod, pouzdro, případě, věc

περίπτωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wstawiennictwo, prośba, sposobność, przykład, powód, uroczystość, wystąpienie, wywołać, przypadek, okazja, wydarzenie, instancja, sytuacja, asumpt, konkret, wypadek, sprawa, etui, walizka, futerał

περίπτωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kérelem, ügy, eset, esetben, esetében, esetén

περίπτωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
durum, fırsat, dava, vaka, olgu, harf

περίπτωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обставина, частину, партія, частку, оказія, випадок, частка, частина, внесок, подія, привід, нагода, справа, справу, річ, діло, раз

περίπτωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shembull, sebep, rast, rasti, rastin, çështja, rastit

περίπτωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
падеж, инстанция, случай, дело, случаи, При

περίπτωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
справа, справу

περίπτωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võimalus, sündmus, juhtum, juhus, aste, kohtuasi, juhul, puhul, asjas

περίπτωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stupanj, okolnost, primjer, prilika, povod, slučaj, prigodu, pojava, slučaju, predmet, slučaja, predmetu

περίπτωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sinn, mál, málið, ræða, tilfelli, raunin

περίπτωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
byla, atvejis, pavyzdys, atveju, bylą

περίπτωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gadījums, piemērs, paraugs, situācija, lieta, paskaidrojums, lietu, gadījumu

περίπτωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
случајот, случај, предметот, на случај, случаи

περίπτωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ocazie, caz, exemplu, cazul, cazul în, de caz

περίπτωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
instance, priložnost, primer, primera, primeru, sodna, velja

περίπτωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
púzdro, puzdro, pouzdro

Στατιστικά δημοτικότητας: περίπτωση

Τυχαίες λέξεις