Λέξη: λιγοστός

Συνώνυμα: λιγοστός

γλίσχρος, ισχνός, πενιχρός, λεπτός, αδύνατος, καλλίγραμος, ολίγιστος

Μεταφράσεις: λιγοστός

λιγοστός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
few, meagre, meager, very little, slender, scarce

λιγοστός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exiguo, pobre, escaso, escasa, escasos

λιγοστός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spärlich, karg, mager, mahl, wenig, wenige, notdürftig, einige, knapp, dürftig, mageren

λιγοστός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nécessiteux, plusieurs, quelques, maigre, indigent, guère, peu, maigres, pauvre

λιγοστός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alcuni, poco, scarno, alquanti, magro, magra, scarso, misero, esiguo

λιγοστός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
febre, poucos, magro, escasso, meager, escassa, escassas

λιγοστός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sprietig, weinig, mager, schraal, magere, schamele, karige

λιγοστός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
убогий, бедный, небольшой, тощий, малочисленный, постный, недостаточный, скудный, мизерный, ограниченный, некрупный, худой, скудные, скудны, скудным, скудное

λιγοστός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mager, få, magre, meager, dårlig, beskjedne

λιγοστός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
få, mager, magra, klent, magert, knappa

λιγοστός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jokunen, hintelä, harva, vähän, sutjakka, harvat, muutama, vajaa, niukka, niukkaa, vähäiset, laiha, niukat

λιγοστός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
få, mager, beskedne, magre, sparsomme, sølle

λιγοστός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
několik, hubený, málo, vyzáblý, skrovný, pár, nuzný, hubené, skrovné, skromné

λιγοστός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ubogi, szczupły, chudy, cienki, nieliczny, skromny, niewielki, skromne

λιγοστός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vézna, csekély, sovány, szerény, szűkös, szegényes

λιγοστός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
az, yetersiz, zayıf, yetersiz bir, kıt, meager

λιγοστός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
луговою, трохи, мало, лугової, луговій, луговий, трішки, небагато, убогий, мізерний, вбогий, бідний, скудний

λιγοστός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pak, i varfër, i dobët, varfër, dobët, pakët

λιγοστός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оскъден, постен, слаб, оскъдните, оскъдна

λιγοστός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бедны, мізэрны, сціплы, бедную, скупое

λιγοστός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üksik, vähene, vähemus, napp, kasin, kasina, kasinad, kesine

λιγοστός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
siromašan, mršav, slab, nekolicina, oskudan, malo, nekoliko, oskudni, meager

λιγοστός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fár, fáir, nokkrir, meager

λιγοστός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skurdus, menkas, menki, nepakankamas, sulysęs

λιγοστός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalsns, niecīgs, nepietiekams, vājš, pieticīgi

λιγοστός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оскудни, скудни, постен, слаб, оскудните

λιγοστός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
slab, sărac, slabe, slaba, slabă

λιγοστός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
par, Vitek, skromna, boren, skromne, skromni

λιγοστός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chudý, hubený, skromný, nedostatočný
Τυχαίες λέξεις