Swelling στα ελληνικά

Μετάφραση: swelling, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φλεγμονή, πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
Swelling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agitating στα ελληνικά - ανακινών, ανακίνηση, ανατάραξη, ανάδευσης, αναδεύσεως
  • ballast στα ελληνικά - σαβούρα, σαβουρώνω, έρμα
  • binary-to-octal στα ελληνικά - δυαδικό, δυαδικά, δυαδικώς, δυαδικών, δυαδική
  • bloodlessness στα ελληνικά - αναιμίας
Τυχαίες λέξεις
Swelling στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φλεγμονή, πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως