Λέξη: καμάρα

Σχετικές λέξεις: καμάρα

καμάρα βικιλεξικο, καμάρα ποδιού, καμάρα γεροποτάμου, καμάρα του κόρακα, καμάρα σκιάθου, καμάρα θεσσαλονίκη, καμάρα του ποδιού, καμάρα αρκαδίας, καμάρα κτήμα κιουτσούκη, καμάρα θεσσαλονίκης χάρτης

Συνώνυμα: καμάρα

πιθαμή, σπιθαμή, μεταξύ δύο στηριγμάτων έκταση, διαστήλιο, ζεύγος

Μεταφράσεις: καμάρα

καμάρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dome, arch, vault, archway, an arch

καμάρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cúpula, bóveda, arco, arco de, del arco, de arco, arch

καμάρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dampfdom, dom, kuppel, Bogen, arch, Bogens

καμάρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dôme, voûte, coupole, arche, arc, arcade, arch

καμάρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cupola, arco, arch, arcata, dell'arco, arco di

καμάρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dólar, cúpula, abóbada, arco, do arco, arch, arco de, arcada

καμάρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
koepel, boog, Arch, de Boog, De Boog van, boog van

καμάρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
баня, свод, котелок, купол, сухопарник, арка, арки, дуга, дуги

καμάρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kuppel, bue, arch, erke, buen, k

καμάρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
båge, arch, bågen, valv, välva

καμάρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kupoli, holvi, kaari, arch, kaaren, Archin, Hake

καμάρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arch, bue, buen, svangen

καμάρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dóm, kopule, oblouk, arch, oblouku, klenby, klenba

καμάρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sklepienie, kopułka, kopuła, łuk, arch, łuku, archeologiczny, uk

καμάρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hengerfejüreg, boltív, Arch, ív, boltozat, íve

καμάρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kemer, arch, ezeli, kemeri, kemerli

καμάρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звід, баня, склепіння, котелок, арка, арку

καμάρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hark, Arch, harku, harkun, harkut

καμάρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
купол, арка, свод, арх, дъга, междустайни

καμάρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арка

καμάρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuppel, kuppelstaadion, kaar, Arch, kaare, võidukaar, võlvi

καμάρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krov, svod, kupola, kube, palača, luk, po stavki, arch, slavoluk

καμάρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bunga, bogi, Arch, boga

καμάρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kupolas, arka, Arch, arkos, arkinių, lankas

καμάρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kupols, arka, arch, arkas, arku, velve

καμάρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лак, арх, свод, сводот, лакот

καμάρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cupolă, arc, arch, arc de, arh, arcului

καμάρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dóm, arch, lok, obok, loka, loku

καμάρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dóm, klenba, oblúk, Arch

Στατιστικά δημοτικότητας: καμάρα

Τυχαίες λέξεις