Λέξη: κοσμήματα

Σχετικές λέξεις: κοσμήματα

κοσμήματα σερκος, κοσμήματα με βελονάκι, κοσμήματα θεσσαλονίκη, κοσμήματα χονδρική, κοσμήματα pandora, κοσμήματα λιλαλο, κοσμήματα χειροποίητα, κοσμήματα και αξεσουάρ taki, κοσμήματα με κορδόνια, κοσμήματα καισαρης

Συνώνυμα: κοσμήματα

τιμαλφή, μπιζού, στολίδια, χάμουρα, φάλαρα ίππων

Μεταφράσεις: κοσμήματα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
jewellery, jewelry, jewelery, Jewellery, Watches, Crafts
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
joyas, joyería, la joyería, joyería de, de la joyería
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschmeide, schmuck, juwelierwaren, juwelen, Schmuck, Schmucksachen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bijoux, joaillerie, bijouterie, des bijoux, de bijoux, les bijoux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gioielli, monili, gioielleria, dei monili, monili di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jóias, jóia, de jóias, Jewelry, jóias de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
juwelen, sieraden
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
драгоценность, ювелирные изделия, ювелирных изделий, ювелирных, украшения, ювелирные
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smykker, smykke
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smycken, smycke
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korut, jalokivikoru, koru, koruja
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
smykker, smykkeskrin, smykke
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šperky, klenotnictví, klenoty, šperků, bižuterie, Klenotnické
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biżuteria, biżuterii, Jewelry, biżuterię, jubilerski
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ékszerek, ékszer, ékszereket, ékszert, Jewelry
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
takı, mücevher, takılar, kuyumculuk, jewelry
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коштовності, ювелірні вироби, ювелірні вироби й коштовності, ювелірні вироби й, ювелірні вироби Підняти
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stoli, bizhuteri, bizhuteri të, Jewelry, bizhuteri me
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бижутерия, бижута, накити, на бижута
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ювелірныя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ehted, kalliskivid, ehteid, jewelry, ehete
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dragulji, nakita, nakit, Jewelry
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skartgripir, skartgripi, skart, skartgripum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
juvelyriniai dirbiniai, papuošalai, juvelyrikos, papuošalų, Juvelyrinė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rotaslietas, Jewelry, Juvelierizstrādājumu, rotas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
накит, за накит, накитот, на накит
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bijuterii, de bijuterii, bijuterii de, bijuterie, bijuteriile
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nakit, nakita, Jewelry
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šperky, šperkami

Στατιστικά δημοτικότητας: κοσμήματα

Τυχαίες λέξεις